Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεβουλώνω [ksevulóno] Ρ1α μππ. ξεβουλωμένος : ANT βουλώνω. 1. αφαιρώ το βούλωμα, το πώμα· ξεταπώνω: ~ το μπουκάλι. || για κτ. από το οποίο αφαιρείται το πώμα: Tο μπουκάλι δεν ξεβουλώνει εύκολα. 2α. απομακρύνω από κπ. σωλήνα ένα ξένο σώμα ή διάφορες ουσίες που εμποδίζουν την ελεύθερη ροή: ~ την αποχέτευση / το νιπτήρα / το νεροχύτη. || Ξεβούλωσε επιτέλους ο νεροχύτης. β. για κτ. που απελευθερώνεται από ξένα σώματα: H μύτη μου δεν ξεβουλώνει. Πώς θα ξεβουλώσουν τ΄ αυτιά μου;
[μσν. ξεβουλ(λ)ώνω `αφαιρώ τη βούλα΄ < ξε- βουλλώνω (ορθογρ. κατά το βουλώνω)]