Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαφνικός, επίθ.· αξαφνικός· εξαφνικός.
-
- α) Ξαφνικός, απροσδόκητος, αιφνιδιαστικός:
- Ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο (Ερωτόκρ. Ά 1813)·
- πόλεμον αξαφνικό στα κάτεργα να δώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33810)·
- β) (συνεκδ.):
- Να 'ρχουνται οι μπάλες ξαφνικές στη μέση τως να σπούνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4829)·
- γ) (προκ. για διαθήκη) που γίνεται λόγω ξαφνικού γεγονότος, χωρίς να ακολουθείται η συνήθης διαδικασία:
- (Βακτ. αρχιερ. 145).
- Το ουδ. ως ουσ. = αναπάντεχο γεγονός, συν. δυσάρεστο:
- (Ριμ. Απολλων. [1753])·
- ανόλπιστο εξαφνικό τού ήλθε και δεν είχε τι κάμει (Χρον. σουλτ. 8631)·
- έκφρ. εις αξάφνου ξαφνικό = ξαφνικά:
- (Πεντ. Αρ. VI 9).
[<επίρρ. (ε)ξάφνου - έξαφνα + κατάλ. ‑ικός. Ο τ. αξ‑ στο Meursius (λ. αξάφνου). Ο τ. εξ‑ στο Βλάχ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Ξαφνικός, απροσδόκητος, αιφνιδιαστικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαφνικός -ή -ό [ksafnikós] Ε1 : για κτ. που συμβαίνει χωρίς να το περιμένουμε, χωρίς να μας έχει δώσει προειδοποιητικά σημάδια ή χωρίς να έχουμε ειδοποιηθεί ή προετοιμαστεί γι΄ αυτό· αιφνίδιος, αναπάντεχος: Aισθάνθηκα έναν ξαφνικό πόνο. Ο θάνατός του ήταν ~. Έπιασε μια ξαφνική βροχή. Ξαφνικό ταξίδι. (έκφρ.) μου ήρθε ξαφνικό, για συμβάν που δεν το περίμενα. || (ως ουσ.) το ξαφνικό, γεγονός αναπάντεχο, συνήθ. δυστύχημα ή συμφορά: Tι ήταν αυτό το ξαφνικό που μας βρήκε! (επιρρ. έκφρ.) στα ξαφνικά, αναπάντεχα, αιφνίδια.
ξαφνικά ΕΠIΡΡ χωρίς να το περιμένουμε, αναπάντεχα, αιφνίδια· (πρβ. ξάφνου): Πέθανε ~. Εντελώς ~ άρχισε να βρέχει. [μσν. ξαφνικός < *εξαφνικός (πρβ. μσν. αξαφνικός με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < έξαφν(α) -ικός]