Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαφνικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαφνικά, επίρρ.· εξαφνικά.
  • α) Ξαφνικά, απροσδόκητα, απρόσμενα:
    • αποθάναν ξαφνικά διχώς να κοινωνήσουν (Σκλάβ. 265· Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [85]
  • β) (προκ. για επιθετική ή στρατιωτική ενέργεια) αιφνιδιαστικά:
    • να υπάμεν την νύκτα να τον πλακώσομεν εύκολα και εξαφνικά (Διγ. Άνδρ. 38427).

[<επίθ. ξαφνικός. Ο τ. στο Βλάχ. (όπου και τ. αξ‑). Η λ. στο Βλάχ. (λ. ξάφνου) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες