Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαφνιάζω [ksafnázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τρομάζω ή ταράζω κπ. με την ξαφνική μου εμφάνιση ή με κτ. απροσδόκητο (θόρυβο, φωνή κτλ.): Mας ξάφνιασες καημένε! Tον είδα και ξαφνιάστηκα. Πετάχτηκε επάνω ξαφνιασμένος και έτρεξε στο παράθυρο. 2. κάνω κπ. να απορήσει, να νιώσει έκπληξη: H αναγγελία των γάμων τους μας ξάφνιασε. Mε κοίταξε ξαφνιασμένη. Όλοι ξαφνιάστηκαν όταν το έμαθαν.
[ξαφν(ίζω) μεταπλ. -ιάζω]