Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαστεριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαστεριά η [ksasterjá] Ο24 : η κατάσταση του νυχτερινού ξάστερου ουρανού· αστροφεγγιά: Ήτανε μια γλυκιά νύχτα με ~. || η καθαρή ατμόσφαιρα, η νυχτερινή αιθρία.

[μσν. ξαστεριά < εξαστεριά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < (ε)ξάστερ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαστερία, ξαστεριά, η,
βλ. εξαστεριά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες