Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξασπρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξασπρίζω [ksasprízo] Ρ2.1α μππ. ξασπρισμένος : 1.για χρώμα που έχει αλλοιωθεί, που έχει γίνει πολύ ανοιχτό, σχεδόν άσπρο· ξεθωριάζω· (πρβ. ξεβάφω): H τέντα ξάσπρισε από τον ήλιο. Φορούσε ένα φουστάνι ξασπρισμένο από τα πολλά πλυσίματα. 2. για κτ. που φαίνεται άσπρο, φωτεινό, ανοιχτόχρωμο: Kάτι ξάσπρισε μέσα στη νύχτα. Στους θάμνους ξασπρίζουν κάτι μικρά λουλούδια.

[ξ(ε)- ασπρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξασπρίζω.
  • Ά (Μτβ.) λευκαίνω κάπ.:
    • (Πανώρ. Ά 289).
  • Β́ Αμτβ.
    • α) αποκτώ λευκό χρώμα (προσώπου):
      • οι μαύρες την αλείφουνται (ενν. την αλοιφή) και το ζιμιό ξασπρίζου (Πανώρ. Ά 275
    • β) είμαι λευκός:
      • χέρι τρυφερόν, που να ξασπρίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. β́ [55]).

[<επιτ. ξ(ε)‑ + ασπρίζω ή <*εξασπρίγω (<επίθ. έξασπρος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες