Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαρματώνω· ξερματώνω· ξηρματώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Αφαιρώ, βγάζω τα όπλα από κάπ.:
- πρώτον εξαρματώσαν τον (ενν. τον Έκτορα), απαύτου τον επλύναν (Πόλ. Τρωάδ. 7233)·
- β) (ειδικ.) βγάζω τμήμα ή το σύνολο της πανοπλίας από κάπ.:
- Την κεφαλή και το κορμί ζιμιό του ξαρματώνει (Ερωτόκρ. Δ́ 1923).
- α) Αφαιρώ, βγάζω τα όπλα από κάπ.:
- 2) (Προκ. για πλοίο)
- α) αφαιρώ τον οπλισμό:
- κάτεργα … ξαρματωμένα (Αχέλ. 2007)·
- β) αφαιρώ την αρματωσιά, όλον τον εξοπλισμό, παροπλίζω:
- τα κάτεργα … να τα ξερματώσουν· κουπία τε και άρμενα και άρματα παντοία, όλα να τα ξεβάλουσιν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 250).
- α) αφαιρώ τον οπλισμό:
- 1)
- Β́ (Αμτβ.) παύω να εξοπλίζομαι (για πόλεμο), αφοπλίζομαι:
- εποίκαν τον ρήγα ’και εξηρμάτωσεν να μεν πάγει κούντρα του (ενν. του σουλτάνου) και … να τελειώσουν την αγάπην (Μαχ. 16010).
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- α) βγάζω τα όπλα, τον οπλισμό μου:
- Στο γεύμα δε τους εύρηκε πάντας ξαρματωμένους (Κορων., Μπούας 130)·
- β) βγάζω τμήμα της πανοπλίας ή ολόκληρη την πανοπλία μου:
- (Ιμπ. 129)·
- ξαρματώνεται και το κορμί του αναπεύγει (Ερωτόκρ. Δ́ 1240).
- α) βγάζω τα όπλα, τον οπλισμό μου:
[<στερ. ξ(ε)‑ + αρματώνω. Τ. εξ‑ στην Παράφραση του Χωνιάτη (Meursius, ‑νειν). Η λ. στο Βλάχ. (μέσ.), στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ.