Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαποσταίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαποσταίνω [ksaposténo] Ρ αόρ. ξαπόστασα, απαρέμφ. ξαποστάσει, μππ. ξαποσταμένος : (οικ.) κάνω μια παύση, σταματώ για λίγο από κτ. κουρα στικό, για να ανακτήσω δυνάμεις: Kαθίσαμε στη σκιά ενός δέντρου, για να ξαποστάσουμε λίγο. Περάστε μέσα να ξαποστάσετε! Ξαπόσταιναν στην άκρη του δρόμου. || ξεκουράζομαι: Xειμώνα, καλοκαίρι δουλειά· δε θα ξαποστάσω κι εγώ καμιά φορά;

[μσν. ξαποσταίνω < ξ(ε)- αποσταίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαποσταίνω· μτχ. παρκ. εξαποσταμένος.
  • Ξεκουράζομαι:
    • ήρθανε … Τούρκοι εξαποσταμένοι … και εσκοτώσανε πολλούς (Χρον. σουλτ. 9717).

[<στερ. ξ(ε)‑ + αποσταίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες