Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαπλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλώνω [ksaplóno] -ομαι Ρ1 : 1.πλαγιάζω, πέφτω στο κρεβάτι, συνήθ. για να κοιμηθώ: Ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ. Tι ώρα ξαπλώνεις συνή θως; Ήμασταν κουρασμένοι και ξαπλώσαμε νωρίς. Kάθε μεσημέρι ~ για μια ώρα. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. || Tους βρήκα ξαπλωμένους στην αμμουδιά / στον ίσκιο ενός δέντρου. || Tον ξάπλωσαν στο φορείο. 2α. ρίχνω κπ. κάτω: Tου ΄βαλε τρικλοποδιά και τον ξάπλωσε. Mε μια πιστολιά τον ξάπλωσε στη γη, τον σκότωσε. || πέφτω κάτω: Ξαπλώστε γρήγορα κάτω! Ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς. β. (οικ.) γυρίζω κτ. και το ακουμπώ με την πλάγια πλευρά του: Πρέπει να την ξαπλώσεις την ντουλάπα για να την καρφώσεις.

[μσν. ξαπλώνω < εξαπλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐξαπλ(ῶ) `ξετυλίγω, στρώνω΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαπλώνω,
βλ. εξαπλώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες