Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαπλωτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξαπλωτός, επίθ.,
βλ. εξαπλωτός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλωτός -ή -ό [ksaplotós] Ε1 : ξαπλωμένος, πλαγιασμένος.

[ξαπλώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες