Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανοίγω [ksaníγo] -ομαι Ρ3 : 1.κάνω ένα χρώμα πιο ανοιχτό, πιο φωτεινό: Mπορείς να το ξανοίξεις με λίγο άσπρο. || προσθέτω κτ. ανοιχτόχρωμο σε ένα πολύ σκούρο σύνολο: Φόρεσε μια άσπρη μπλούζα για να ξανοίξεις λίγο τα μαύρα. 2α. για τον καιρό όταν γίνεται αίθριος ή για τον ουρα νό όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, όταν ξαστερώνει: Ξάνοιξε ο ουρανός και φάνηκαν τ΄ αστέρια. Ξάνοιξε η μέρα. || (απρόσ.): Άρχισε να ξανοί γει. β. (μτφ.): Kάθισε δίπλα στο κύμα κι ένιωσε την καρδιά του να ξανοί γει. 3. (παθ.) α. βγαίνω στο ανοιχτό πέλαγος: Ξανοιχτήκαμε στην απέρα ντη θάλασσα. Mην ξανοίγεσαι πολύ· τα νερά είναι βαθιά. β. αποκτώ συναναστροφές, γίνομαι πιο κοινωνικός ή πιο εκμυστηρευτικός: Mην ξανοίγεσαι πολύ, όταν δεν ξέρεις τους ανθρώπους. Δεν ξανοίγεται εύκολα. γ. πλαταίνω τον κύκλο των οικονομικών μου δραστηριοτήτων περισσότε ρο απ΄ όσο θα ήταν λογικό ή φρόνιμο: Ξανοίχτηκε πολύ στις δουλειές του και φοβάμαι μήπως πέσει έξω. Είναι νωρίς ακόμα για να ξανοιχτούμε. Mόλις πας να ξανοιχτείς λιγάκι, αμέσως φεύγει το δεκαχίλιαρο.
[μσν. *εξανοίγω (πρβ. μσν. αξανοίγω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) στη νέα σημ. (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐξανοίγω `ανοίγω κτ.΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανοίγω. αξανοίγω· εξανοίγω· ηξανοίγω· μέσ. αξαννοίομαι.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Ανοίγω κ.:
- τας πόρτας εξανοίγουσιν του κάστρου (Λίβ. Sc. 1236)·
- β) παραμερίζω (για να δημιουργήσω άνοιγμα, χώρο):
- ίνα δε η χειρ σου τα πτερά (ενν. του ιέρακος) εξανοίγῃ (Ορνεοσ. αγρ. 56812)·
- γ) (με αντικ. πρόσωπο) ξεχώνω, ξεθάβω:
- αυτούς που βρίσκονται 'ς τσι πέτρες πλακωμένοι ποιος τσι ξανοίγει …; (Άσμα σεισμ. 16).
- α) Ανοίγω κ.:
- 2) Κάνω γνωστό, φανερώνω:
- φωτιές … τσ’ αγάπης … να μην ξανοίξει (Πιστ. βοσκ. II 5, 94 (έκδ. ξε‑)).
- 3)
- α) Ρωτώ να μάθω, ερευνώ:
- Ο βασιλιός ο Πρίαμος … μ’ έστειλε να ξανοίξω ποιος είναι και τά ορέγεται (Φορτουν. Ιντ. γ́ 127· Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1034])·
- β) εξετάζω επίμονα, «ξεψαχνίζω»:
- η πολ’τική τον καύχον της καλά τονε ξανοίγει κι αν τον ευρεί απόνηρον ως την τρυγιάν τον πνίγει (Σαχλ. Á PM 284)·
- γ) πληροφορούμαι:
- Τον τόπον οπού πήγασιν βούλεται να ξανοίξει κι ένα βοσκόν ερώτηξεν (Χούμνου, Κοσμογ. 1557)·
- δ) διαπιστώνω:
- εξάνοιξα την ώραν εκείνην το πως έμπηκε εις στενοχωρία μεγάλη (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
- α) Ρωτώ να μάθω, ερευνώ:
- 4)
- α) Παίρνω είδηση, καταλαβαίνω κ.:
- δεν εξανοίξαμεν την νύκτα τι εγένη (Διήγ. ωραιότ. 278)·
- β) αντιλαμβάνομαι (το ποιόν, τις πράξεις κάπ.):
- όσο θε να χώνεσαι κάτεχε κι εξανοίκτης (Φαλιέρ., Ιστ. 576· Σουμμ., Ρεμπελ. 157).
- α) Παίρνω είδηση, καταλαβαίνω κ.:
- 5)
- α) Βλέπω, αντικρίζω κάπ. ή κ.:
- (Λεηλ. Παροικ. 423)·
- το παραθύρι ανοίγει και την αυγή … με τη χαρά ξανοίγει (Ερωτόκρ. Β́ 1258)·
- β) (προκ. για όνειρα):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53420)·
- γ) βλέπω, αντιλαμβάνομαι· διακρίνω, ξεχωρίζω κάπ. ή κ.:
- η γάτα τον εξάνοιξεν (ενν. τον ποντικόν) από την κορυφήν του πύργου (Rechenb. 893· Σουμμ., Ρεμπελ. 177), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 443)·
- δ) διακρίνω, εντοπίζω:
- το ξιφάρι αφήκε χωσμένο μέσα στο κορμί … Αμή δεν ήτον βολετόν κανείς να το ξανοίξει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1300])·
- ε) (σε μεταφ.):
- η ψυχή … κι εκείνα που δεν φαίνονται βλέπει και τα ξανοίγει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [970])·
- στ) (μεταφ.) έχω κάπ. συνεχώς στο νου μου, τον «βλέπω μπροστά μου»:
- ως κι εδεπά που σου μιλώ εκείνον αξανοίγω (Ερωτόκρ. Ά 1620).
- α) Βλέπω, αντικρίζω κάπ. ή κ.:
- 6)
- α) Κοιτάζω, παρατηρώ κάπ. ή κ.· προσέχω:
- εκείνο (ενν. το Ρωτόκριτο) μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει (Ερωτόκρ. Β́ 553· Σουμμ., Ρεμπελ. 159)·
- β) παρακολουθώ· κατασκοπεύω κάπ. ή κ.:
- τα πατήματα του Σίλβιου ν’ ακλουθήσω, να τον ξανοίγω απομακρά στέκοντας αποπίσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [818]· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400)·
- γ) εξερευνώ, ανιχνεύω:
- καλά εξανοίξασιν … όλα τα παραγιάλια (Θησ. (Foll.) I 44)·
- δ) αναζητώ· εντοπίζω, αναγνωρίζω:
- τσ’ οπλές του να ξανοίξω κι εις τέτοιον τρόπον … τάχα να τονε σμίξω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [417]).
- α) Κοιτάζω, παρατηρώ κάπ. ή κ.· προσέχω:
- 7) Βλέπω εκ των προτέρων, προβλέπω κ.:
- ο λογισμός μου στον ουρανό απάνω να ξανοίξει τα πράματα που μέλλου να γενούσι (Πιστ. βοσκ I 4, 81).
- 8) Βρίσκω, ανακαλύπτω κάπ.:
- (Διγ. Z 2446 κριτ. υπ).
- 9) Αναγνωρίζω κάπ.:
- ή από φθόνον τους ή δεν τον εξανοίξαν, οι Τούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν (Αχέλ. 752).
- 10) Καταλαβαίνω:
- είδα όνειρον, μα εξάνοιξα την αλήθειαν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422· Φαλιέρ., Ιστ. 350).
- 11) Συμπεραίνω:
- 'χ τα λόγια τα δικά της θε να ξανοίξω τον σκοπόν που 'χουν τα λογικά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1078]).
- 12)
- α) Φροντίζω, επιμελούμαι:
- Τον λέγει (ενν. η Παναγία) ...: « … να κάμεις παραμικρόν μοναστήρι και μεταταύτα θέλω το εγώ εξανοίξει» (Συναδ. φ. 195v)·
- β) προετοιμάζω, μεθοδεύω:
- ήρθα … σήμερο το τέλος να ξανοίξω (Ζήν. Πρόλ. 125).
- α) Φροντίζω, επιμελούμαι:
- 13) (Ναυτ.)
- α) (προκ. για άνεμο) ?πνέω προς την κατεύθυνση κάπ., «βλέπω» προς …:
- ξανοίγει σε ο γαρμπής και η όστρια (Πορτολ. Α 1176· 21130)·
- β) (προκ. για τόπο) είμαι απέναντι από …:
- ο Πύργος … έναι βάλη και την εξανοίγει ο κόρφος του Επάχθου (Πορτολ. Α 21222).
- α) (προκ. για άνεμο) ?πνέω προς την κατεύθυνση κάπ., «βλέπω» προς …:
- 14) (Με επόμ. την πρόθ. εις, σε + αιτιατ.)
- α) κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα σε κ. ή κάπ.:
- εξανοίγαμεν εις εκείνο το σημάδι (Διήγ. πανωφ. 56· Ερωτόκρ. Β́ 535)·
- (μεταφ.):
- εις την καρδιά μου ξάνοιξε (Θυσ. 989)·
- β) κοιτάζω για να διαπιστώσω, εξετάζω:
- να δεις και να ξανοίξεις στου βασιλιού το πρόσωπον αν είναι μανισμένος (Ερωτόκρ. Ά 1910)·
- γ) (μεταφ.) στρέφομαι, απευθύνομαι:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 115 (13)), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 439).
- α) κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα σε κ. ή κάπ.:
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) (Προκ. για κόλπο, λιμάνι) φανερώνομαι, γίνομαι ορατός:
- έχει καλόν λιμνιώνα … θωρείς το πως εξανοίγει και εμπαίνεις μέσα (Πορτολ. Α 85).
- 2)
- α) Έχω την ικανότητα να βλέπω:
- πέ μου αν ηξανοίγεις και σύρε με στο σπίτι μας, αν βλέπεις (Διήγ. ωραιότ. 739)·
- β) (συνεκδ.) αντιλαμβάνομαι (εδώ με την όσφρηση, την αφή):
- τ’ αρθούνια του πατέρα μου και χέρια - του ξανοίγουν (Χούμνου, Κοσμογ. 1372).
- α) Έχω την ικανότητα να βλέπω:
- 3)
- α) Κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, προσέχω:
- (Αποκ. Θεοτ. I 200)·
- ξανοίγει ογιά να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι (Ερωτοκρ. Β́ 697)·
- β) ανιχνεύω:
- έστειλε πεντακόσους καβελάρους να ξανοίξουνε· και ήυρανε εκατό Τούρκους (Χρον. σουλτ. 6822).
- α) Κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, προσέχω:
- 4) Σκέπτομαι,εξετάζω· φροντίζω:
- με πονηριά και γνώση να ξανοίξου κι αν εμπορέσουν το κακό … αλλού να ρίξου (Ερωτόκρ. Ά 1899).
- 1) (Προκ. για κόλπο, λιμάνι) φανερώνομαι, γίνομαι ορατός:
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) διακινδυνεύω, τολμώ, «ξανοίγομαι»:
- δεν αξαννοίομαι πιότερα να μιλήσω, φοβούμαι (Κυπρ. ερωτ. 13213).
- Φρ.
- 1) Ξανοίγει η μέρα = ξημερώνει:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31723).
- 2) Ξανοίγω το φως μου = ρίχνω το βλέμμα μου, κοιτάζω:
- (Ερωτόκρ. Έ́ 482).
[αρχ. εξανοίγω, και σήμ. ποντ. Ο τ. αξ‑ στο Βλάχ. Τ. (ε)ξαννοίω και ξανοίω σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ.