Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανθός -ή -ιά -ό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
ξάνθος το· ξάθος.
  • Ξανθό χρώμα (εδώ ως στοιχείο ιδιαίτερης γυναικείας ωραιότητας):
    • της ευμορφιάς το ξάθος (Δεφ., Λόγ. 685).

[<επίθ. ξανθός με αναβιβ. τόνου]

[Λεξικό Κριαρά]
ξανθός, επίθ.· ξαθός.
  • 1) (Προκ. για μαλλιά) ξανθός:
    • (Διγ. Gr. 1148), (Πανώρ. Γ́ 151).
  • 2)
    • α) (Προκ. για πρόσωπο) που έχει ξανθά μαλλιά:
      • νιος …σγουρός, ξαθός, πολλά όμορφος (Ερωτόκρ. Β́ 285
      • (για να δηλωθεί νεανική ηλικία):
        • 'ς τέλος γυρίζω γέροντας όθεν ξαθός εβγήκα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [12]
    • β) (ως προσφών. σε ωραία γυναίκα):
      • ευγενική μου και ξανθή (Αχιλλ. (Smith) N 1305
    • γ) (σε ιδιαζ. χρ. προκ. για τους Ρώσους):
      • ελπίζομεν και εις ξανθά γένη να μας γλυτώσουν, να 'λθούν από τον Μόσχοβον (Ιστ. Βλαχ. 2333
    • δ) (για να δηλωθεί το ανοιχτό χρώμα του δέρματος και των μαλλιών):
      • Γίνεται μελανόμαυρος που 'τον ξαθός περίσσα (Ερωτόκρ. Δ́ 901· Λίβ. (Lamb.) N 295).
  • 3) Που έχει χρώμα χρυσό:
    • Ήλιε ξαθέ (Ζήν. Ά 227).
  • 4) (Προκ. για τη χολή) κίτρινος:
    • (Μάρκ., Βουλκ. 3526), (Ερμον. Ω 323
    • (στο θηλ. ως ουσ., αν δεν προκ. για ασθένεια):
      • κινητικόν … διά την ξανθήν το θέρος (Ιατροσ. κώδ. χξέ).
  • 5) ?Ανοιχτόχρωμος προς το κίτρινο:
    • βουνόπουλον πλατύν, ξανθόν (Πορτολ. Α 1581).

[αρχ. επίθ. ξανθός. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. ξαθθός στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανθός -ή / -ιά -ό [ksanθós] Ε1, Ε2 : 1α.κυρίως για μαλλιά που έχουν χρώμα προς το κίτρινο και χρυσαφί: Ξανθά μαλλιά / μουστάκια / γένια. Φορούσε μια ξανθιά περούκα. β. που έχει ξανθά μαλλιά: Mια ξανθιά, ψηλή κοπέλα. Ξανθό παλικάρι. 2. για παρεμφερές χρώμα, το ανοιχτό σε αντίθεση με το πιο σκούρο: Ξανθή σταφίδα. Ξανθή μπίρα. Ξανθό μέλι. ~ καπνός. Ξανθιά κατσαρίδα. || Ξανθή άμμος. Ξανθιά αμμουδιά. 3. (ως ουσ.) α. ο ξανθός, θηλ. ξανθιά: Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές. β. το ξαν θό, το ξανθό χρώμα. ξανθούλης ο θηλ. ξανθούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α. ξανθούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ξανθός `κιτρινωπός, ξανθός, με χρυσά μαλλιά΄ σύγκρ. λαϊκό (μσν.) ξαθός < αρχ. ξανθός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · ξανθ(ός) -ούλης· ξανθούλ(ης) -α· ξανθούλ(ης) -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξανθοσγουρομάλλης, επίθ.· ξαθοσγουρομάλλης.
  • Που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 1336).

[<επίθ. ξανθός + σγουρός + ουσ. μαλλί]

[Λεξικό Κριαρά]
ξανθόσγουρος, επίθ.· ξαθόσγουρος.
  • Που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά:
    • η κεφαλή η ξαθόσγουρη (Ερωτόκρ. Δ́ 1935).

[<επίθ. ξανθός + σγουρός. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες