Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανθο- [ksanθo] & ξανθό- [ksanθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ξανθού χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κόκκινος, ~κίτρινος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά σύνθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε ξανθό χρώμα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~μούστακος, ξανθότριχος.
[θ. του επιθ. ξανθ(ός) -ο- (σύγκρ. αρχ. ξανθό-θριξ `καστανός΄)]
- ξανθογαλαζοκόκκινος, επίθ.
-
- (Προκ. για το δοξάρι, το ουράνιο τόξο) που έχει τα χρώματα κίτρινο (που χρυσίζει), κόκκινο και γαλάζιο:
- (Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 48).
[<επίθ. ξανθός + γαλάζιος+ κόκκινος]
- (Προκ. για το δοξάρι, το ουράνιο τόξο) που έχει τα χρώματα κίτρινο (που χρυσίζει), κόκκινο και γαλάζιο:
- ξανθογένης, επίθ.
-
- Που έχει ξανθά γένια:
- (Ερμον. Δ 323).
[<μτγν.(;) επίθ. ξανθογένειος (Lampe). Τ. ξαθ‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει ξανθά γένια:
- ξανθόγενος, επίθ.
-
- Ξανθογένης:
- (Χρον. Τόκκων 2586).
[<επίθ. ξανθός + ουσ. γένιν]
- Ξανθογένης:
- ξανθομάλλης -α -ικο [ksanθomális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) ξανθομαλλούσα [ksanθomalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & (λογοτ.) ξανθομαλλού [ksanθomalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει ξανθά μαλλιά. || (ως ουσ.).
[ξανθο- + -μάλλης· ξανθο μάλλ(ης) -ούσα, -ού]
- ξανθόμαλλος -η -ο [ksanθómalos] Ε5 : που έχει ξανθά μαλλιά: Ένα ξανθόμαλλο μωρό.
[ξανθο- + μαλλ(ιά) -ος]
- ξανθομαλλούσα, επίθ. θηλ.
-
- Που έχει ξανθά μαλλιά:
- (Πιστ. βοσκ. II 1, 23).
[<επίθ. ξανθομάλλης ή ξανθόμαλλος (Κριαρ.· πβ. τ. ξαθομάλλης και θηλ. ‑ού στο Somav., ‑λ‑, και ξαθόμαλλος στο Βλάχ., ‑λ‑) + κατάλ. ‑ούσα. Τ. ξαθθ‑ στο Meursius (λ. ξαθθός) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει ξανθά μαλλιά:
- ξάνθος το· ξάθος.
-
- Ξανθό χρώμα (εδώ ως στοιχείο ιδιαίτερης γυναικείας ωραιότητας):
- της ευμορφιάς το ξάθος (Δεφ., Λόγ. 685).
[<επίθ. ξανθός με αναβιβ. τόνου]
- Ξανθό χρώμα (εδώ ως στοιχείο ιδιαίτερης γυναικείας ωραιότητας):
- ξανθός, επίθ.· ξαθός.
-
- 1) (Προκ. για μαλλιά) ξανθός:
- (Διγ. Gr. 1148), (Πανώρ. Γ́ 151).
- 2)
- α) (Προκ. για πρόσωπο) που έχει ξανθά μαλλιά:
- νιος …σγουρός, ξαθός, πολλά όμορφος (Ερωτόκρ. Β́ 285)·
- (για να δηλωθεί νεανική ηλικία):
- 'ς τέλος γυρίζω γέροντας όθεν ξαθός εβγήκα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [12])·
- β) (ως προσφών. σε ωραία γυναίκα):
- ευγενική μου και ξανθή (Αχιλλ. (Smith) N 1305)·
- γ) (σε ιδιαζ. χρ. προκ. για τους Ρώσους):
- ελπίζομεν και εις ξανθά γένη να μας γλυτώσουν, να 'λθούν από τον Μόσχοβον (Ιστ. Βλαχ. 2333)·
- δ) (για να δηλωθεί το ανοιχτό χρώμα του δέρματος και των μαλλιών):
- Γίνεται μελανόμαυρος που 'τον ξαθός περίσσα (Ερωτόκρ. Δ́ 901· Λίβ. (Lamb.) N 295).
- α) (Προκ. για πρόσωπο) που έχει ξανθά μαλλιά:
- 3) Που έχει χρώμα χρυσό:
- Ήλιε ξαθέ (Ζήν. Ά 227).
- 4) (Προκ. για τη χολή) κίτρινος:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3526), (Ερμον. Ω 323)·
- (στο θηλ. ως ουσ., αν δεν προκ. για ασθένεια):
- κινητικόν … διά την ξανθήν το θέρος (Ιατροσ. κώδ. χξέ).
- 5) ?Ανοιχτόχρωμος προς το κίτρινο:
- βουνόπουλον πλατύν, ξανθόν (Πορτολ. Α 1581).
[αρχ. επίθ. ξανθός. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. ξαθθός στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για μαλλιά) ξανθός:
- ξανθός -ή / -ιά -ό [ksanθós] Ε1, Ε2 : 1α.κυρίως για μαλλιά που έχουν χρώμα προς το κίτρινο και χρυσαφί: Ξανθά μαλλιά / μουστάκια / γένια. Φορούσε μια ξανθιά περούκα. β. που έχει ξανθά μαλλιά: Mια ξανθιά, ψηλή κοπέλα. Ξανθό παλικάρι. 2. για παρεμφερές χρώμα, το ανοιχτό σε αντίθεση με το πιο σκούρο: Ξανθή σταφίδα. Ξανθή μπίρα. Ξανθό μέλι. ~ καπνός. Ξανθιά κατσαρίδα. || Ξανθή άμμος. Ξανθιά αμμουδιά. 3. (ως ουσ.) α. ο ξανθός, θηλ. ξανθιά: Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές. β. το ξαν θό, το ξανθό χρώμα.
ξανθούλης ο θηλ. ξανθούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α. ξανθούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ξανθός `κιτρινωπός, ξανθός, με χρυσά μαλλιά΄ σύγκρ. λαϊκό (μσν.) ξαθός < αρχ. ξανθός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · ξανθ(ός) -ούλης· ξανθούλ(ης) -α· ξανθούλ(ης) -ικος]