Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανθαίνω [ksanθéno] Ρ7.4α : 1.για τα μαλλιά, γίνομαι ξανθός: Mε τον ήλιο ξανθαίνουν τα μαλλιά. Πώς ξάνθυνες έτσι! 2α. κάνω κτ. ξανθό: Nα τα ξανθύνεις λίγο τα μαλλιά σου. β. (μτφ.) στη μαγειρική, ροδίζω ελαφρά σε λάδι ή στο βούτυρο.
[μσν. ξανθαίνω < ξανθ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανθαίνω· ξαθαίνω.
-
- (Προκ. για μαλλιά) βάφω ξανθά:
- (Συναξ. γυν. 514).
[<επίθ. ξανθός + κατάλ. ‑αίνω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για μαλλιά) βάφω ξανθά: