Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανθίζω.
-
- Έχω ξανθό, κίτρινο χρώμα·
- (εδώ) το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ο κρόκος (του αβγού):
- τῳ ξανθίζοντι του ωού (Ιερακοσ. 43913).
- (εδώ) το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ο κρόκος (του αβγού):
[αρχ. ξανθίζω. Τ. ξαθ‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Έχω ξανθό, κίτρινο χρώμα·