Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανασκέφτομαι [ksanaskéftome] Ρ (βλ. σκέφτομαι) : σκέφτομαι κτ. ξανά: Θα το ξανασκεφτώ και θα σας απαντήσω. Tο ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην πάω.
[ξανα- + σκέφτομαι]