Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανασαίνω [ksanaséno] Ρ7.1α : 1.(οικ.) ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω: Στάσου εδώ να ξανασάνεις λίγο! 2. (μτφ.) απαλλάσσομαι από κάποιο ψυχι κό βάρος, ανακουφίζομαι: Όταν θα ξεπληρώσω το χρέος, θα ξανασάνω.
[μσν. ξανασαίνω < ξ(ε)- ανασαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανασαίνω.
-
- 1) Ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι:
- φθάνοντες … εις την στράταν του Κάστρου εξανασάναμεν εκεί (Ιερόθ. Αββ. 335).
- 2) Ανακουφίζομαι, ηρεμώ:
- Να ξανασάνει … η δόλια η ψυχή μου (Ευγέν. 378).
[<επιτ. (ε)ξ‑ + ανασαίνω. Η λ. στο Du Cange (λ. ξανά) και σήμ.]
- 1) Ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι: