Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναρχίζω [ksanarxízo] Ρ2.1α : αρχίζω ξανά να κάνω κτ.: Ξανάρχισε τη δουλειά. Ξανάρχισε να πίνει.
[ξαν(α)- + αρχίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναρχίζω.
-
- Ά (Μτβ.) αρχίζω να κάνω κ. ξανά:
- (Αχέλ. 1639)·
- να ξαναρχίσω … να δηγηθώ (Ερωφ. Β́ 27).
- Β́ (Αμτβ.) αρχίζω ξανά:
- θρήνος ξαναρχίζει (Διήγ. ωραιότ. 915).
[<ξαν(α)‑ + αρχίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά (Μτβ.) αρχίζω να κάνω κ. ξανά: