Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναπαίρνω [ksanapérno] -ομαι Ρ πρτ. ξανάπαιρνα και ξαναέπαιρνα, αόρ. ξαναπήρα, απαρέμφ. ξαναπάρει, παθ. αόρ. ξαναπάρθηκα, απαρέμφ. ξαναπαρθεί : παίρνω ξανά: Mη μου ξαναπάρεις το πουκάμισο. Aν συνεχίσεις να κάνεις φασαρία, δε θα σε ξαναπάρω μαζί μου. Tου είπα να ξαναπάρει αργότερα, να τηλεφωνήσει ξανά. Tέτοια οικόπεδα δεν ξαναπαίρνονται, δεν αγοράζονται ξανά. || παίρνω πίσω κτ. που μου ανήκει.
[μσν. ξαναπαίρνω < ξανα- + παίρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναπαίρνω· αξαναπαίρνω.
-
- Παίρνω ξανά· παίρνω πίσω:
- να ξαναπάρετε σπίτια σας τα χαημένα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 557· Ροδινός 169).
[<ξανα‑ + παίρνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Παίρνω ξανά· παίρνω πίσω: