Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξανακάνω [ksanakáno] Ρ πρτ. ξανάκανα και ξαναέκανα, αόρ. ξανάκανα, ξαναέκανα και (σπάν.) ξανάκαμα και ξαναέκαμα, απαρέμφ. ξανακάνει και (σπάν.) ξανακάμει, μππ. ξανακαμωμένος· (πρβ. ξαναγίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.) : κάνω κτ. ξανά: Θα πρέπει να την ~ την άσκηση. Aυτό το φαγητό δε θα το ~. Mην το ξανακάνεις, απειλητικά. Δε θα το ~.
[μσν. ξανακάνω < ξανα- + κάνω]