Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναζώ [ksanazó] Ρ10.9α αόρ. ξανάζησα και ξαναέζησα, απαρέμφ. ξανα ζήσει : δοκιμάζω ξανά μια εμπειρία που είχα δοκιμάσει και στο παρελθόν: Ξαναζήσαμε τη φρίκη του πολέμου. Θέλω να ξαναζήσω τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί.
[μσν. ξαναζώ < εξαναζώ < εξανα- + ζω (εξανα- > ξανα-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναζώ· εξαναζώ.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Ζω πάλι· συνεχίζω να ζω:
- (Διγ. Z 4379).
- 2)
- α) Επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω:
- Είτις αναίσθητος νεκρός μυρίσεται το μήλον, …, εξαναζήσει πάλιν (Καλλίμ. 1408)·
- β) (μεταφ.) «παίρνω ζωή», αναζωογονούμαι:
- ανίσως κι έμπει … ο πόθος στην καρδιάν σου …, κάνει να ξαναζήσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [136]).
- α) Επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω:
- 1) Ζω πάλι· συνεχίζω να ζω:
- Β́ (Μτβ.) επαναφέρω κάπ. στη ζωή, ανασταίνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1279]).
[<επιτ. (ε)ξ‑ + αναζώ (βλ. ά.). Τ. αξ‑ στο Du Cange (‑ήν) και –ιώ στο Somav. (‑ειώ). Ο τ. στο Κουμαν., Συναγ. (εξαναζήν). Η λ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναζωγραφίζω· ξαναζγουραφίζω.
-
- Ζωγραφίζω πάλι κ. για να το κάνω να δείχνει καινούργιο:
- ξυλάθρωπος παλιός ξανασγουραφισμένος (Φορτουν. Δ́ 482).
[<ξανα‑ + ζωγραφίζω. Η λ. και σήμ.]
- Ζωγραφίζω πάλι κ. για να το κάνω να δείχνει καινούργιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναζωντανεύω [ksanazondanévo] Ρ5.2α : ζωντανεύω ξανά: Ξαναζωντάνεψαν τα φυτά με τη βροχή. Προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα παλιά έθιμα. Ξαναζωντάνεψε το παρελθόν.
[ξανα- + ζωντανεύω]