Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναγυρίζω [ksanajirízo] Ρ2.1α & ξαναγυρνώ [ksanajirnó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : γυρίζω, επιστρέφω πίσω: Φεύγω αλλά θα ξαναγυρίσω. Nα φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις!, απειλητικά. Ξαναγύρισε στο στράτευμα. Ξαναγυρνάει στις παλιές του συνήθειες. Οι ιστορίες σου με ξαναγυρνούν στα παιδικά μου χρόνια.
[μσν. ξαναγυρίζω < ξανα- + γυρίζω· ξανα- + γυρνώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναγυρίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Επιστρέφω, ξαναγυρίζω κάπου:
- πάλιν … θέλει ξαναγυρίσω στην Ρωμανία (Διγ. O 685)·
- (μεταφ.):
- ο ζυγωμένος Έρωτας … στο νου μου εξαναγύριζε (Ερωφ. Ά 202).
- 2) Επανέρχομαι σε προηγούμενη κατάσταση:
- οι γράδες εις τα νιότα τως πάλι ξαναγυρίζου (Πανώρ. Ά 276· Ζήν. Δ́ 138).
- 3) Αλλάζω γνώμη:
- Ο βασιλεύς μετανιώνει πως είπε κακόν διά τες γυναίκες και διατούτο ξαναγυρίζει και τες επαινεί (Μπερτόλδος 20).
- 1) Επιστρέφω, ξαναγυρίζω κάπου:
- II. Μέσ.
- 1) Επανέρχομαι· ανανεώνομαι:
- τα ξαναζεστωμένα άλογα και η ξαναγυρισμένη αγάπη ποτέ δεν ήτον καλά (Μπερτόλδος 75).
- 2) (Μτβ.) μεταβάλλω (βλ. και ξεγυρίζω):
- Της ξενιτειάς την δούλεψιν πώς εξαναγυρίστη (Ιμπ. 12 χφ V κριτ. υπ).
- 1) Επανέρχομαι· ανανεώνομαι:
[<ξανα‑ + γυρίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.