Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναγράφω [ksanaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ξανάγραψα και ξαναέγραψα, απαρέμφ. ξαναγράψει, παθ. αόρ. ξαναγράφτηκα και (σπάν.) ξαναγράφηκα, απαρέμφ. ξαναγραφτεί και (σπάν.) ξαναγραφεί, μππ. ξαναγραμμένος : γράφω πάλι: Ξανάγραψα όλο το κείμενο. Nα ξαναγράψετε την αίτηση. Aπό τότε δεν του ξαναέγραψα, δεν είχα αλληλογραφία μαζί του.
[μσν. ξαναγράφω < ξανα- + γράφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναγράφω.
-
- 1) Γράφω για δεύτερη φορά (γράμμα) σε κάπ.:
- (Μαχ. 3727‑8).
- 2) Στέλνω πάλι γραπτή εντολή:
- ότε να ξαναγράψει δε ο βασιλέας πάλι, να πα να τον ανταμωθεί (Παλαμήδ., Βοηβ. 1095).
[<ξανα‑ + γράφω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Γράφω για δεύτερη φορά (γράμμα) σε κάπ.: