Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναγοράζω.
-
- Αγοράζω κ. ξανά·
- (εδώ μεταφ.) «πληρώνω κ. ακριβά», τιμωρούμαι:
- αν δεν θελήσετε να γροικήσετε της βουλής μας, ακριβά θέλετε τα ξαναγοράσειν (Μαχ. 47416‑7).
- (εδώ μεταφ.) «πληρώνω κ. ακριβά», τιμωρούμαι:
[<ξαν(α)‑ + αγοράζω. Η λ. και σήμ.]
- Αγοράζω κ. ξανά·