Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναβλέπω [ksanavlépo] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβλεπα και ξαναέβλεπα, αόρ. ξανάδα και ξαναείδα, απαρέμφ. ξαναδεί, παθ. αόρ. ξαναειδώθηκα, απαρέμφ. ξαναϊδωθεί : 1α.βλέπω κτ. για δεύτερη φορά: Aυτό το έργο* το έχω ξαναδεί, και ως έκφραση. β. συναντώ κπ. ξανά: Δεν τον ξανάδα από τότε. Πότε θα ξαναϊδωθούμε; || (ως απειλή): Nα μη σε ξαναδώ μπροστά μου! 2. ζω πάλι μια εμπειρία που είχα δοκιμάσει και στο παρελθόν: Nα μην ξαναδούμε τέτοια συμφορά! 3. ελέγχω, εξετάζω κτ. ξανά: Πρέπει να ξαναδώ το κείμενο / τις ακτινογραφίες / τα σχέδια.
[μσν. ξαναβλέπω < ξανα- + βλέπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναβλέπω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Βλέπω κ. ξανά:
- (Διήγ. πανωφ. 59).
- 2) Σκέφτομαι κ. ξανά:
- λόγιασε, ξαναλόγιασε, 'δέ τα και ξαναειδέ τα (Ερωτόκρ. Γ́ 639 χφ X κριτ. υπ).
- 1) Βλέπω κ. ξανά:
- Β́ (Αμτβ.) επανακτώ την όρασή μου:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ί 51).
[<ξανα‑ + βλέπω· βλ. και εξαναβλέπω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.