Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναβαπτίζω.
-
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
- (Ιστ. Βλαχ. 2210).
[<ξανα‑ + βαπτίζω. Παλαιότ. τ. εξ‑ το 10. αι. (LBG), μέσ. τον 7.αι. Η λ. στο Somav. και σήμ. (‑φτ‑)]
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά: