Παράλληλη αναζήτηση
203 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανά [ksaná] επίρρ. χρον. : 1.για δήλωση επανάληψης· άλλη μια φορά: Θα σε δω ~; Εγώ να του μιλήσω ~; || πάλι: Kαι ~ το ίδιο. Θέλεις να σου το πω ~; Mην του ζητήσεις ~ δανεικά. || σε επίταση: ~ και ~, πολλές φορές: Πρέπει να του το πεις ~ και ~ για να το καταλάβει. || με αναφορά στο παρελθόν: Έχουμε συναντηθεί ~, και άλλη μια φορά στο παρελθόν. || επιστροφή στην προηγούμενη θέση, κατάσταση κτλ.· πάλι: Bάλ΄ το ~ στη θέση του. ΦΡ ~ τα ίδια;, έντονη δυσαρέσκεια για συνεχή επανάληψη. ~ μανά, για ενόχληση που προκύπτει από συνεχή, άσκοπη επανάληψη: Έκανε λάθος στο λογαριασμό και άντε πάλι ~ μανά από την αρχή. || σε ισοδύναμες εκφορές με το πρόθημα ξανα-, π.χ.: Δε θα σου το δώσω / πω ~, δε θα σου το ξαναδώσω / ξαναπώ. Δε θα σου τηλεφωνήσω / δανείσω ~. 2. επιφωνηματικά: ~ ~ ~!, παράγγελμα για συνεχή επανάληψη.
[μσν. ξανά < *εξανά (πρβ. μσν. αξανά) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < πρόθημα (ε)ξανα- (δες στο ξανα-)]
- ξανά, επίρρ.· αξανά.
-
- Εκ νέου, πάλι:
- σ’ εμέν γυρίζουν (ενν. τα μάτια) … κι αξανά βιγλούν με (Κυπρ. ερωτ. 611).
[<πρόθημα (ε)ξανα‑ <αρχ. εξανα‑ <πρόθ. εξ + ανά (ΛΚΝ, στη λ. και ξανα‑). Ο τ. στο Du Cange (λ. άξ‑, ως ά συνθ.) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange (ξά‑, ως ά συνθ.), στο Somav. και σήμ.]
- Εκ νέου, πάλι:
- ξανα- [ksana] & ξανά- [ksaná], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (και συνήθ. στους δεύτερους τύπους παρατατικού και αορίστου πολλών σύνθετων ρημάτων: ξαναήρθα και ξανάρθα, ξαναέφυγα και ξανάφυγα) & ξαν- [ksan], πριν από [a] : α' συνθετικό σε προσδιοριστικά ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη της έννοιας του β' συνθετικού· (πρβ. επανα-, ανα- 2, ματα-): ξαναρχίζω, ~βάζω, ~βρίσκω, ~δοκιμάζω, ~γράφω, ~περνώ, ~τυπώνω, ~χτυπώ· ξανάρχομαι και ~έρχομαι· ~βάψιμο, ~γράψιμο, ~ζωντάνεμα, ~κοίταγμα, ~χτίσιμο.
[μσν. ξανα- < αρχ. ἐξανα- με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < προθ. ἐξ `από, από μέσα από΄ + ἀνά `από κάτω προς τα πάνω, τελείως΄: αρχ. ἐξ-αναδύομαι (ἀνα-δύομαι) `βγαίνω έξω, ανεβαίνω στην επιφάνεια΄, ἐξ-αναστρέφω (ἀνα-στρέ φω) `αναποδογυρίζω΄ ως α' συνθετικό: μσν. ξανα-γράφω]
- ξαναβάζω [ksanavázo] Ρ αόρ. ξανάβαλα και ξαναέβαλα, απαρέμφ. ξανα βάλει, μππ. ξαναβαλμένος : βάζω πάλι: Ξανάβαλε το ακουστικό στη θέση του. Ξαναέβαλε το σερβίτσιο στη θέση του. Ξανάβαλε το καπέλο του / την καμπαρντίνα του / τα παπούτσια του, ξαναφόρεσε.
[ξανα- + βάζω (πρβ. μσν. ξαναβάνω)]
- ξαναβάνω.
-
- Βάζω πάλι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2185).
[<ξανα‑ + βάνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βάζω πάλι:
- ξαναβαπτίζω.
-
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
- (Ιστ. Βλαχ. 2210).
[<ξανα‑ + βαπτίζω. Παλαιότ. τ. εξ‑ το 10. αι. (LBG), μέσ. τον 7.αι. Η λ. στο Somav. και σήμ. (‑φτ‑)]
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
- ξαναβάφω.
-
- Χρωματίζω πάλι:
- με το αίμα … τη γη να ξαναβάψου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2172).
[<ξανα‑ + βάφω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Χρωματίζω πάλι:
- ξαναβγάζω [ksanavγázo] Ρ αόρ. ξανάβγαλα και ξαναέβγαλα, απαρέμφ. ξαναβγάλει, μππ. ξαναβγαλμένος : βγάζω πάλι: Ξαναέβγαλα τα μάλλινα από το μπαούλο. Aποφάσισαν να ξαναβγάλουν το περιοδικό, να το εκδώσουν ξανά.
[ξανα- + βγάζω]
- ξαναβγαίνω [ksanavjéno] Ρ πρτ. ξανάβγαινα και ξαναέβγαινα, αόρ. ξαναβγήκα, απαρέμφ. ξαναβγεί : βγαίνω ξανά: Ύστερα από λίγο ξαναβγή κε στο μπαλκόνι, εμφανίστηκε πάλι. Δεν ~ μ΄ αυτή την παρέα, συνήθ. για διασκέδαση. Σύντομα θα ξαναβγεί η εφημερίδα, θα ξανακυκλοφορήσει. Πιστεύει ότι θα ξαναβγεί βουλευτής, να εκλεγεί ξανά.
[ξανα- + βγαίνω]
- ξαναβγαίνω.
-
- Βγαίνω πάλι·
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15821).
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
[<ξανα‑ + βγαίνω. Η λ. το 16. αι. και σήμ.]
- Βγαίνω πάλι·