Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαμώνω [ksamóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) 1. σημαδεύω. 2. πλησιάζω.
[μσν. εξαμώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έξαμ(ον) -ώνω < λατ. exam(en) `ζύγισμα, προσεχτική εξέταση΄ -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαμώνω· αξαμώνω· εξαμώνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη χωρητικότητα αντικειμένου, μετρώ (με βάση ορισμένη μονάδα):
- εξαμώσαι και μετρήσαι το πλοίον (Metrol. 12921· 12720).
- 2)
- α) Βάζω στο σημάδι, σημαδεύω, στοχεύω:
- Στα μάτια ανάδια το κρατού (ενν. το σίδερο) και γείς τ’ αλλού ξαμώνει (Ερωτόκρ. Δ́ 1797· Τζάνε, Κρ. πόλ. 33217)·
- β) κατευθύνω κ. προς το στόχο:
- το σπαθί του ο Ρωμιός καλά 'χε το ξαμώσει και του 'δωκεν εις την καρδιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16815)·
- γ) (προκ. για πυροβόλο όπλο) στήνω (με κατεύθυνση κάπ. στόχο):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927).
- α) Βάζω στο σημάδι, σημαδεύω, στοχεύω:
- 3) Καταφέρω, δίνω (χτύπημα):
- Την κοπανιάν ξαμώνω (Πιστ. βοσκ. V 4, 89).
- 4) Οδηγώ σε κ. κακό:
- Θωρεί το πράμα … και βάρος αξαμώνει (Ερωτόκρ. Γ́ 715).
- 5) (Εδώ) εννοώ, θέλω να πω:
- Τα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα (Ερωτόκρ. Ά 1981).
- 6) Σχεδιάζω, υπολογίζω:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 449)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- εξάμωνε πλατέα και έκοπτε στενά και ουδέν εφαίνοντο εκείνα τά εξάμωνε (Χειλά, Χρον. 355).
- 7) Προσπαθώ, επιχειρώ:
- τη σαΐτα … να τη βγάλει εξάμωνε (Ερωτόκρ. Β́ 152· Φαλιέρ., Ιστ. 255).
- 1) Υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη χωρητικότητα αντικειμένου, μετρώ (με βάση ορισμένη μονάδα):
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Σημαδεύω, στοχεύω:
- Με το δοξάριν … να ξαμώσει (Κυπρ. ερωτ. 195)·
- β) (μεταφ.):
- σφάλματα που στην τιμή ξαμώνου (Ερωτόκρ. Ά 231).
- α) Σημαδεύω, στοχεύω:
- 2) (Μεταφ.) επιχειρώ, δοκιμάζω να πω ή να κάνω κ.:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 914).
- 3) Αποσκοπώ, αποβλέπω, στοχεύω σε κ.:
- η πολ’τική ψηλά θωρεί και χαμηλά ξαμώνει (Σαχλ. Á PM 314)·
- στο κέρδος αξαμώνει (Ερωτόκρ. Β́ 1416).
- 4) Οδηγώ, καταλήγω κάπου:
- Τα λόγια σας … 'ς τόπο κακό ξαμώνου (Ερωτόκρ. Δ́ 406).
- 1)
[<ουσ. έξαμος (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. εξ‑ το 12. αι. (LBG) και σήμ. ποντ. Η λ. (Βλάχ.), ο τ. αξ‑ (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- Ά Μτβ.