Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαλαφρώνω [ksalafróno] Ρ1α μππ. ξαλαφρωμένος & ξελαφρώνω [ksela fróno] Ρ1α μππ. ξελαφρωμένος : 1.σηκώνω, παίρνω όλο ή ένα μέρος από το φορτίο που κουβαλά κάποιος για να τον ξεκουράσω: Tρέχα να ξαλαφρώσεις τον μπαμπά από τα ψώνια. Nα το ξαλαφρώσουμε λίγο το ζώο. || (μτφ., λαϊκ.): Tον ξαλάφρωσαν από μερικά χιλιάρικα, του τα έκλεψαν ή του τα πήραν με άλλον τρόπο. 2. (μτφ.) ανακουφίζομαι: α. από σωματική ταλαιπωρία, κούραση, ενόχληση κτλ.: Έκανα εμετό και ξαλάφρωσα. β. από ψυχικό βάρος, στενοχώρια, θλίψη κτλ.: Πες μου τα βάσανά σου να ξαλαφρώσεις. Ξαφνικά αισθάνθηκα ξαλαφρωμένη. Εξομολογήθηκε για να ξαλαφρώσει η συνείδησή του. γ. ύστερα από ούρηση ή αφόδευση: Ύστερα από πολύωρο ταξίδι με το αυτοκίνητο πήγα στην τουαλέτα και ξαλάφρωσα.
[μσν. ξαλαφρώνω < μσν. ξελαφρώνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. ἐξελαφρύνω `κάνω κτ. ελαφρύ΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. -ύνω > -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαλαφρώνω,
- βλ. εξαλαφρώνω.