Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαλάφρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαλάφρωμα το [ksaláfroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξαλαφρώνω: Mόλις ομολόγησε την αλήθεια, ένιωσε ένα μεγάλο ~ στην καρδιά της.

[ξαλαφρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες