Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξακουστός -ή -ό [ksakustós] Ε1 : που τον ακολουθεί μεγάλη φήμη, συνήθ. σε αφηγήσεις που αναφέρονται σε πρόσωπα ή σε πράγματα γνωστά από την ιστορία ή την παράδοση· ξακουσμένος· (πρβ. διαβόητος): H γαλλική μόδα είναι ξακουστή. Tο ξακουστό κάστρο της Mονεμβασιάς. Οι ξακουστοί ήρωες του Ομήρου.
[μσν. ξακουστός < εξακουστός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- ακουστός κατά το ελνστ. ἐξάκουστος (ίδ. σημ.)]