Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαίνω [kséno] -ομαι Ρ7.1 παθ. αόρ. ξάστηκα, απαρέμφ. ξαστεί, μππ. ξασμένος : 1.κατεργάζομαι το μαλλί ή το βαμβάκι, ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο· λαναρίζω. (γνωμ.) δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλιά να ξάνει, για ενασχόληση με κτ. χρονοβόρο, χωρίς θετικά αποτελέσματα. 2. για τα γυναικεία μαλλιά, τα χτενίζω με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται φουσκωτά· κρεπάρω 2.
[αρχ. ξαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαίνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) (Προκ. για μαλλί, κ.τ.ό.) λαναρίζω:
- (Πανώρ. Β́ 95).
- 2) Τραβώ, ξεριζώνω (τα μαλλιά μου, ως εκδήλωση οδύνης, πένθους):
- το στήθος δέρνεται … ξαίνει εις γην τους πλοκαμούς (Φλώρ. 1039· Βυζ. Ιλιάδ. 316).
- 3) Ξύνω, τρίβω:
- τα άνθη συν τῃ ρίζῃ έξαινε και δος πιείν (Ιατροσόφ. 787).
- 1) (Προκ. για μαλλί, κ.τ.ό.) λαναρίζω:
- II. (Μέσ.· με ενέργ. σημασ.) γρατσουνώ, ξεγδέρνω (τα μάγουλα, ως εκδήλωση πένθους):
- ξαίνονται και τας παρειάς και τύπτουσιν τα στήθη (Καλλίμ. 267· 1338).
[αρχ. ξαίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.