Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξίφος το [ksífos] Ο46 : αγχέμαχο όπλο με ευθύ, πλατύ και οξύ χαλύβδινο έλασμα και με μήκος μεγαλύτερο από εξήντα πόντους. || ΦΡ διασταυρώνω* το ~ μου με κπ. / διασταυρώνουν τα ξίφη τους.
ξιφίδιο το YΠΟKΟΡ το μικρό ξίφος που φέρουν με την επίσημη στολή τους οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάμεων. [λόγ. < αρχ. ξίφος· λόγ. < αρχ. ξιφίδιον υποκορ. του ξίφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξίφος το· γεν. πληθ. ξίφων.
-
- 1)
- α) Ξίφος, σπαθί:
- (Χρον. Μορ. P 1542), (Ιμπ. 233)·
- β) (σε μεταφ.):
- Ξίφος έρχεται του Χάρου, που θερίζει την ζωήν (Αλφ. (Μπουμπ.) III 27)·
- γ) (συνεκδ.) προκ. για χτύπημα με ξίφος:
- να μη φοβάται τας πληγάς, να μη φοβάται ξίφη! (Διγ. Esc. 1327).
- α) Ξίφος, σπαθί:
- 2) (Μεταφ.)
- α) ως όργανο πνευματικής θανάτωσης, τιμωρίας:
- Ξίφος εστί των ασεβών … η του βιβλίου σύνθεσις (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1341)·
- β) προκ. για ερωτικό πάθος:
- έχω ξίφος μέσα στην καρδιάν (Αχιλλ. L 214).
- α) ως όργανο πνευματικής θανάτωσης, τιμωρίας:
- 3) Αιχμή (ακοντίου ή σπαθιού):
- (Χρον. Μορ. H 7079)·
- έκφρ. με του σπαθίου το ξίφος = για να δηλωθεί ότι κ. κερδήθηκε με ένοπλο αγώνα
- (Χρον. Μορ. H 919).
- 4) Βέλος:
- τα ξίφη της φαρέτρας (Ερμον. Η 178)·
- (του Χάρου και του Έρωτα, σε μεταφ.):
- (Κυπρ. ερωτ. 1564, 11).
[αρχ. ουσ. ξίφος. Η λ. και σήμ.]
- 1)