Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξίδι το [ksíδi] Ο44 : 1.υγρό με έντονη και ιδιάζουσα ξινή γεύση, που προέρχεται κυρίως από κρασί που έχει υποστεί ζύμωση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα ή ως συντηρητικό τροφίμων: Bάλε λίγο ~ στη σαλάτα / στις φακές. ~ από μήλα, μηλόξιδο. ΦΡ ας πιει ~ (να ξεθυμώσει), σε ένδειξη αδιαφορίας για το θυμό κάποιου. τρεις το λάδι*, τρεις το ~ (κι έξι το λαδόξιδο). ΠAΡ Tο αψύ* το ~ το αγγειό του χαλάει. Tζάμπα* ~ γλυκό σαν μέλι. 2. (προφ.) τα οινοπνευματώδη ποτά: Mακριά από τα ξίδια. Tο ΄ριξε πάλι στα ξίδια.
[μσν. ξίδι(ν) < οξίδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] ) < ελνστ. ὀξίδιον υποκορ. του αρχ. ὄξος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξίδι το· ξίδιν· οξίδι· οξίδιν· οξίδιον.
-
- 1)
- α) Ξίδι:
- ξίδιν δριμύν (Ιατροσόφ. 8219)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- Πολλά κακά συβάζεται το ξίδι με το μέλι (Φορτουν. Β́ 379)·
- (εδώ ως μέσο για να περάσει θυμός ή επιθυμία):
- να 'θελε πίει ξίδι, παρά την γνώμη π’ έβαλε να πάει στο ταξίδι (Διακρούσ. 11521)·
- β) (σε μεταφ. για την αχαριστία των Εβραίων):
- εσάς ετάγισε (ενν. ο Χριστός) στην έρημον το μάννα, εσείς χολήν τού εδώκετε, ξίδια συγκερασμένα (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 58)·
- γ) προκ. για ξίδι φτιαγμένο από χουρμάδες ή μουδουβίνα:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172), (Πεντ. Αρ. VI 3)·
- δ) προκ. για ξινίλες του στομαχιού:
- όταν ο άνθρωπος ερεύγεται ωσάν οξίδιν (Σταφ., Ιατροσ. 16463).
- α) Ξίδι:
- 2) Προκ. για κρασί ξινισμένο, κακής ποιότητας:
- (Προδρ. IV 253).
[μτγν. ουσ. οξίδιον. Ο τ. ‑ιν στο Meursius. Τ. ξίιν σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)