Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξήρανση η [ksíransi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεραίνω· η φυσική ή τεχνητή, ολική ή μερική αφαίρεση της υγρασίας που υπάρχει φυσιολογικά σε ένα σώμα: H ~ των καπνών. H ~ του δέρματος.
[λόγ. < ελνστ. ξήραν(σις) -ση]