Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξήλωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξήλωμα το [ksíloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξηλώνω.

[ξηλώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξήλωμα το· ξήλωμαν.
  • 1) Διάλυση:
    • του ξηλωμάτου της χαράς (Μαχ. 3202).
  • 2) Εμπόδιο· ανωμαλία, αναποδιά:
    • τελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλαίνει (Ερωτόκρ. Δ́ 167).

[<ξηλώνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ‑αν και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. (ξυ) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες