Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέχωρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξέχωρος, επίθ.· εξέχωρος.
  • Που ξεχωρίζει από τους άλλους, εξαιρετικός:
    • ορθομαρμάρωσις … πάντερπνος … εξέχωρος εκ των πάντων (Διγ. Esc. 1632).

[<(ε)ξεχωρίζω. Ο τ. σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέχωρος -η -ο [kséxoros] Ε5 : ξεχωρισμένος, τοποθετημένος παράμερα. ξέχωρα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ξέχωρος < ξεχωρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες