Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέχειλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέχειλος -η -ο [kséxilos] Ε5 : που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται: Γεμίζει το ποτήρι ως επάνω ξέχειλο.

[μσν. *ξέχειλος (πρβ. μσν. ξεχειλίζω) < ξε- χείλ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες