Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέχειλος -η -ο [kséxilos] Ε5 : που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται: Γεμίζει το ποτήρι ως επάνω ξέχειλο.
[μσν. *ξέχειλος (πρβ. μσν. ξεχειλίζω) < ξε- χείλ(ος) -ος]