Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέφωτο το [kséfoto] Ο41 : άδενδρη έκταση μέσα σε δάσος.
[ίσως *ξεφω τ(ίζω) -ο (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. ρ. ἐκφωτίζω `ρίχνω φως΄ (ἐκ- > ξε-)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ίσως *ξεφω τ(ίζω) -ο (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. ρ. ἐκφωτίζω `ρίχνω φως΄ (ἐκ- > ξε-)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |