Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέφτι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέφτι το [kséfti] Ο44 : κλωστή της ύφανσης που εξέχει από ένα ύφασμα συνήθ. φθαρμένο: Kρέμονται ξέφτια.

[ξεφτ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτίζω [kseftízo] Ρ2.1α & ξεφτώ [kseftó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξεφτισμένος : 1.για ύφασμα του οποίου κόβονται εύκολα οι κλωστές της ύφανσης, συνήθ. από την πολλή χρήση: Είναι ύφασμα που ξεφτίζει / που ξεφτάει εύκολα. Ξέφτισε το χαλί. Φορούσε μια παλιά ξεφτισμένη ρόμπα. || (επέκτ.) για κτ. από το οποίο έχουν φύγει κομμάτια από την επίστρωση: Ξεφτισμένος καθρέφτης. Ο τοίχος ξέφτισε από την υγρασία. 2. (μτφ.) για κτ. που έχει παρακμάσει: Ξέφτισε γρήγορα η αγάπη τους. Ξεφτισμένα ιδανικά.

[αρχ. ἐκπτύω `φτύνω έξω΄ κατά το φτύνω και μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ἐκπτυσ- (ἐκ- > ξε-ξεφτ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ξεφτισ-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτίλα 1 η [kseftíla] Ο25α : (λαϊκ.) ο εξευτελισμός.

[ξεφτιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτίλα 2 η : (λαϊκ., για πρόσ.) ο εξευτελισμένος· ο ξεφτίλας.

[< ξεφτίλα 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτίλας ο [kseftílas] Ο2 : (λαϊκ., για πρόσ.) εξευτελισμένος.

[ξεφτίλ(α) 1 -ας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτιλίζω [kseftilízo] -ομαι & ξεφτελίζω [kseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(οικ., για πργ.) εξευτελίζω. || (για την αγοραστική αξία): Ξεφτιλίστηκε το νόμισμα. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου: Tον ξεφτέλισε μπροστά σε κόσμο. || (υβρ.) για πρόσωπο, τιποτένιος: Ξεφτιλισμένος άνθρωπος. Σκάσε, ρε ξεφτιλισμένε! || (μειωτ.) για πράγμα: A το ξεφτιλισμένο, χάλασε!

[< ξεφιτιλίζω (συγκ. του άτ. [i] ) `βγάζω το φιτί λι απ΄ το λυχνάρι΄ < ξε- φιτίλ(ι) -ίζω· συμφυρ. εξευτελίζω & ξεφτιλίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέφτισμα το [kséftizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεφτίζω: Tο ~ του χαλιού. Tο παλτό είναι όλο ξεφτίσματα.

[ξεφτισ- (ξεφτίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες