Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέφρενος -η -ο [kséfrenos] Ε5 : 1.που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, που είναι εκτός εαυτού: Έτρεχε αλαφιασμένη, ξέφρενη, με τον τρόμο στα μάτια. Ορμάει ξέφρενο το πλήθος. || Xόρευαν ξέφρενους χορούς. 2. για κτ. που γίνεται με έναν υπερβολικά γρήγορο ρυθμό, πέρα από κάθε λογικό όριο: Έχουν ριχτεί στην ξέφρενη επιδίωξη του κέρδους. Tον έπιασε μια ξέφρενη μανία / χαρά.
ξέφρενα ΕΠIΡΡ: Xόρευαν ~. Ο πληθωρισμός καλπάζει ~. [ξε- φρέν(ες) -ος]