Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξέφραγος, επίθ.
-
- Που δεν είναι φραγμένος, δεν έχει φράχτη:
- σπήλαιον … ξέφραγον (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 123).
[<ξεφράζω. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι φραγμένος, δεν έχει φράχτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέφραγος -η -ο [kséfraγos] Ε5 : που δεν είναι περιφραγμένος, συνήθ. στη ΦΡ ξέφραγο αμπέλι, για ένα σύνολο, χώρο κτλ., όπου ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να τον εμποδίσει κανένας: Tι το πέρασες εδώ, ξέφραγο αμπέλι;
[ξε- φραγ(ή) -ος]