Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξέστρωτος, επίθ.· αξέστρωτος· ξήστρωτος.
-
- Που δε φέρει κάλυμμα ή στρώμα, ξεσκέπαστος·
- (προκ. για άλογο ή γαϊδούρι) που είναι χωρίς σέλα ή σαμάρι:
- (Θησ. Θ́ [363])·
- έκφρ. γαϊδούρι αξέστρωτο = επιτιμητικά για άνθρωπο αναιδή:
- (Φορτουν. Δ́ 163).
- (προκ. για άλογο ή γαϊδούρι) που είναι χωρίς σέλα ή σαμάρι:
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. για να δηλωθεί η γύμνια, η ασχήμια του Άδη:
- (Διγ. A 4513).
[<ξεστρώνω. Η λ. και σήμ.]
- Που δε φέρει κάλυμμα ή στρώμα, ξεσκέπαστος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέστρωτος -η -ο [kséstrotos] Ε5 : που δεν είναι στρωμένος ή που δεν τον έχουν στρώσει· άστρωτος: Άφησε τα κρεβάτια ξέστρωτα, ξεστρωμένα. Έχει ακόμα το σπίτι ξέστρωτο, δεν έχει στρώσει ακόμα τα χαλιά.
[μσν. ξέστρωτος < ξεστρώ(νω) -τος]