Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέσπασμα το [kséspazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεσπώ· απότομη και βίαιη εκδήλωση, έκρηξη μιας υποβόσκουσας κρίσης: Tο ~ του πολέμου. ~ οργής. Φοβάμαι το ~ του θυμού του. Φοβάμαι πολύ τα ξεσπάσματά του. || ~ χαράς.
[ξεσπασ- (ξεσπώ) -μα]