Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξέσκεπος, επίθ.· εξήσκεπος.
-
- 1) Που δε φέρει σκεπή ή σκέπασμα, ακάλυπτος·
- (εδώ συνεκδ.) έκφρ. στον ξέσκεπ’ ουρανόν = στο ύπαιθρο:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [295]).
- (εδώ συνεκδ.) έκφρ. στον ξέσκεπ’ ουρανόν = στο ύπαιθρο:
- 2) (Προκ. για τη στεριά μετά τον κατακλυσμό) που ξεσκεπάστηκε, αποκαλύφθηκε (αφού αποτραβήχτηκαν τα νερά):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98r).
- 3) (Μεταφ. προκ. για την αλήθεια) ασυγκάλυπτος, ολοφάνερος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [168]).
[<στερ. ξε‑ + ουσ. σκέπη + κατάλ. ‑ος· κατά Ανδρ., ΛΚΝ <ξεσκεπάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που δε φέρει σκεπή ή σκέπασμα, ακάλυπτος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέσκεπος -η -ο [kséskepos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα· ξεσκέπαστος. || που δε φορά καπέλο· ασκεπής.
[ξεσκεπ(άζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]