Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξέρα η· ξέρη· ξήρα.
-
- Ά
- 1)
- α) Η γη, η ξηρά σε αντίθεση προς τη θάλασσα:
- (Πεντ. Γέν. I 10)·
- δεν ήρτεν του γιαλού, παρά 'ρτεν 'πού την ξέρην (Ιστ. Μαρκ. 496)·
- (προκ. για το βυθό της Ερυθράς Θάλασσας που πέρασαν οι Εβραίοι):
- (Πεντ. Έξ. XIV 29)·
- β) (γενικ.) γη, στεριά:
- να πάρεις από τα νερά του ποταμού και να χύσεις εις την ξέρα (Πεντ. Έξ. IV 9)·
- (προκ. για όχθη ποταμού):
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 368)·
- (προκ. για την ακρογιαλιά):
- Μία σουλτάνα ήτονε … χαραμένη στην ξέρα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34118).
- α) Η γη, η ξηρά σε αντίθεση προς τη θάλασσα:
- 2) Αβαθής βραχώδης βυθός, βράχος λίγο πάνω ή κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (σκόπελος ή ύφαλος):
- (Πορτολ. Α 11612, 18815).
- 1)
- Β́ Ξηρασία:
- από ανυδριάς και ξήρας ξηραίνονται και χάνονται (ενν. τ’ αμπέλια) (Διδ. Σολομ. P 12).
[<θηλ. του επιθ. ξερός. Βλ. και ξηρά. Ο τ. ‑η στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ά
[Λεξικό Κριαρά]
- ξερά η,
- βλ. ξηρά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέρα 1 η [kséra] Ο25α : βραχώδης αβαθής βυθός, βράχος που μόλις σκεπάζεται από τη θάλασσα ή που εξέχει λίγο από αυτήν· (πρβ. ύφαλος, σκόπελος): H βάρκα έπεσε σε μια ~. Aυτή η περιοχή είναι γεμάτη ξέρες.
[μσν. ξέρα < ξερ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέρα 2 η : (λαϊκότρ.) ξηρασία, αναβροχιά. || ξερός τόπος.
[μσν. ξέρα < ξερ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεραβωματιά η,
- βλ. ξελαβωματιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεράδι το [kseráδi] Ο44 : περιφρονητικά ή υβριστικά για χέρι ή για πόδι· το ξερό: Kάτω το ~ σου! Mάζεψε τα ξεράδια σου! Bρε, ακόμα εκεί είσαι; Kούνα τα ξεράδια σου!
[ξερ(ός) -άδι κυριολ. σημ.: `ξερό κλαδί΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεράδια [kseráδja] επιφ. : (οικ.) εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, ως απάντηση σε κπ. που λέει “ξέρω” ή “δεν ξέρω”.
[πληθ. της λ. ξεράδι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεραθυμώ,
- βλ. ξαραθυμώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεραΐλα η [kseraíla] Ο25α : (οικ.) 1. απουσία βλάστησης: Mέσα σε τέτοια ~ τι να βρούνε τα ζώα να φάνε! 2. (μτφ.) μεγάλη έλλειψη ή απουσία αξιόλογων πραγμάτων ή γεγονότων: ~ φέτος στα θέατρα.
[ξερ(ός) -ίλα με προσθήκη -α- κατά το καΐλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεραίνω [kseréno] -ομαι Ρ7.1 : 1.αφαιρώ την υγρασία, το νερό ή το χυμό, κάνω κτ. ξερό: Tο καλοκαίρι το ποτάμι ξεραίνεται, δεν κατεβάζει νερό. Tο πηγάδι ξεράθηκε. H ζέστη ξέρανε τα λουλούδια, τα μάρανε. Στους δρόμους υπάρχουν σωροί από ξεραμένα φύλλα. Ξεράθηκε το δέντρο, δε βγάζει πια φύλλα και καρπούς. Άπλωσαν τα σύκα / τη σταφίδα στον ήλιο για να ξεραθούν. Ξεράθηκε το ψωμί, μπαγιάτεψε. Ο ήλιος κι ο αέρας ξεραίνουν το δέρμα, το στεγνώνουν. Ξεράθηκε το στόμα μου / η γλώσσα μου από τη δίψα, στέγνωσε. ΦΡ (οικ.) ξεραίνει το σκατό του (και το κάνει παξιμάδι), για κπ. πολύ τσιγκούνη, που κάνει αιματηρές οικονομίες. 2. (μτφ., οικ.) α. αναισθητοποιώ, μουδιάζω κτ. συνήθ. ύστερα από χτύπημα: Mου ΄δωσε μια και κόντεψε να μου ξεράνει το χέρι. β. (παθ.) αποσβολώνομαι· ΣYN ΦΡ μένω ξερός: Ξεράθηκα όταν το άκουσα. Ξεράθηκα στα γέλια, κόντεψα να πέσω αναίσθητος από τα πολλά γέλια.
[μσν. ξεραίνω < αρχ. ξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός)]