Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένως, επίρρ.
-
- Με θαυμαστό, ασυνήθιστο τρόπο· σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά·
- (εδώ σε μεταφ.):
- (Γλυκά, Στ. Β́ 111).
- (εδώ σε μεταφ.):
[αρχ. επίρρ. ξένως]
- Με θαυμαστό, ασυνήθιστο τρόπο· σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά·
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένωσις η.
-
- Αποδημία, ξενιτεμός:
- της ξενώσεως την οδόν ιδού να υπαγαίνω (Βέλθ. 214).
[αρχ. ουσ. ξένωσις]
- Αποδημία, ξενιτεμός: