Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένος, επίθ. και ουσ.
-
- Ά Ως επίθ.
- 1)
- α) Προκ. για χώρα διαφορετική από την πατρίδα:
- (Φαλιέρ., Ενύπν. 84), (Πεντ. Έξ. II 22), (Λίβ. Sc. 2650)·
- β) (σε μεταφ.):
- από την καρδιά την εδική μ’ εβγήκα, … κι εις ξένον τόπον περπατώ (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 26)·
- γ) (θρησκ., σε μεταφ. προκ. για την επίγεια ζωή):
- θρηνώ εις τον ξένον κόσμον τούτον και επαναλύσαι επιποθώ προς την αρχαίαν πατρίδα (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 13)·
- (στο συγκρ., προκ. για την κόλαση):
- ο τύραννος … βουλόμενος ξενώσαι με εις την χώραν ξενοτέραν … εις πυρ (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17).
- α) Προκ. για χώρα διαφορετική από την πατρίδα:
- 2) Για πρόσωπο
- α) που κατάγεται από άλλη χώρα ή κατοικεί σε άλλη χώρα:
- είναι άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους … και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλην (Ιστ. Βλαχ. 2155· Ερωτόκρ. Ά 1720)·
- β) (σε κλητ. προσφών.):
- (Λίβ. P 1819)·
- γ) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ. ή το επίρρ. απεδώ):
- βρίσκομαι ξένος … από τον τόπον τούτονε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [455]· Έ [521])·
- δ) (συνεκδ.) που ταιριάζει σε ξένο, ξενικός:
- μετά ξένου σχήματος … προς το παλάτιν έφθασεν (Καλλίμ. 1570).
- α) που κατάγεται από άλλη χώρα ή κατοικεί σε άλλη χώρα:
- 3) Αλλοεθνής:
- (Πεντ. Γέν. XVII 27).
- 4)
- α) Ξενιτεμένος:
- έφυγεν εκ την χώραν του και απέ τα γονικά του …· … ούτως είναι … ξένος εις άλλον κόσμον (Λίβ. Esc. 3825)·
- (για τη χρ. μαζί με το επίθ. αλλότριος βλ. ά.):
- (Βέλθ. 507)·
- β) (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) που περιπλανάται (αφού απαρνήθηκε την πατρίδα του):
- ξένος … από τον κόσμον (Λίβ. Sc. 3007).
- α) Ξενιτεμένος:
- 5) (Μεταφ.· με γεν.) που έχει αποξενωθεί από κ.:
- ξένον απέδειξε (ενν. εμέ ο Βελίαρ) των εντολών Θεού μου (Ιωάνν. ιερ. 14).
- 6) (Με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.) διωγμένος, εξόριστος:
- ξένους από τα σπίτια τους και από τα γονικά τους (Φαλιέρ., Ρίμ. 203).
- 7)
- α) Που ανήκει σε άλλον, που δεν είναι δικός μου:
- εκίνησε να κλέπτει (ενν. ο μύρμηξ) και τας ξένας γεωργίας (Πτωχολ. α 831· Ερωφ. Β́ 48)·
- β) (προκ. για ξένες χώρες ή λαούς):
- διατί γυρεύεις τα πράγματα τα ξένα (ενν. Αλέξανδρε); (Διήγ. Αλ. G 289)·
-
- γ1) (προκ. για εκκλησιαστική επαρχία) που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου επισκόπου:
- Περί φευγάτων κληρικών, οπού παγαίνουν εις ξένην επαρχίαν (Βακτ. αρχιερ. 184)·
- γ2) (συνεκδ.) στου οποίου τη δικαιοδοσία δεν ανήκει κάπ.:
- Περί κληρικών κρίσεων οπού ζητούν να κριθούν εις πατριάρχην ξένον (Βακτ. αρχιερ. 157)·
- γ1) (προκ. για εκκλησιαστική επαρχία) που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου επισκόπου:
- δ) (μεταφ. για να δηλωθεί ότι όλα ανήκουν στο Θεό και δίνονται από Εκείνον):
- Δεν γνώθεις πως δεν έχομε πράμαν εδώ κανένα δικό μας, … αμ’ όλα ξένα; (Φαλιέρ., Ρίμ. 94)·
- ε) (προκ. για την αθανασία, που δεν ορίζεται από τον άνθρωπο):
- (Βίος Αλ. 4868).
- α) Που ανήκει σε άλλον, που δεν είναι δικός μου:
- 8) Που αφορά άλλον, που συμβαίνει σε άλλον:
- ν’ αφήνεις τσι ξένες δουλειές, να πιάνεις τσ’ εδικές σου (Φορτουν. Γ́ 166)·
- Τας ξένας συμφοράς … λυπού (Σπαν. A 514)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- οπού χρωστεί μηδέν κρατεί ποσώς τες ξένες μοίρες (Φαλιέρ., Ρίμ. 248)·
- έκφρ. ξένον παραμύθιν = υπόθεση στην οποία είμαι αμέτοχος:
- (Σαχλ., Αφήγ. 312).
- 9)
- α) Που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.:
- (Ασσίζ. 2274), (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171)·
- (με επόμ. την πρόθ. από + αιτιατ.):
- ξένην από την γενέαν (Συναξ. γυν. 950)·
-
- β1) (συχνά σε αντιδιαστολή με το εδικός):
- Χαίρονται … εδικοί και ξένοι (Ιμπ. 892)·
- Το φίλο κάνουσιν εχθρό, τον εδικό έχουν ξένο (Ερωτόκρ. Γ́ 135)·
- β2) (σε σχ. υπαλλαγής):
- να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια (Ερωτόκρ. Ά 528)·
- β1) (συχνά σε αντιδιαστολή με το εδικός):
- γ) (στο ουδ. για να προκληθεί συμπάθεια):
- μη με περηφανέσεις, διατ’ είμαι ξένον απ’ εσέ (Ερωτοπ. 289)·
- δ) (προκ. για άντρα άλλον από το σύζυγο):
- Εάν η γυναίκα υπάγει μετά ξένων ανθρώπων εις παραδιάβασιν …, χωρίζεται (Ελλην. νόμ. 5383)·
- ε) (προκ. για παιδί) που γεννήθηκε από άλλους γονείς:
- Στα χέρια σου αναθράφηκα … και δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα (Φορτουν. Έ 127)·
- στ) προκ. για λαϊκό, όχι ιερωμένο:
- (Πεντ. Λευιτ. XXII 12).
- α) Που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.:
- 10) (Συνεκδ.· εδώ προκ. για είδωλα, θεότητες) που λατρεύονται από ξένο λαό:
- (Πεντ. Γέν. XXXIV 2).
- 11) Που είναι άσχετος με κ.:
- προσώπατα άγρια και ξένα από κάθε ευγένειαν (Μπερτολδίνος 92)·
- έκφρ. ξένον προνοίας (πράγμα) = που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς:
- (Βίος Αλ. 687).
- 12) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος:
- αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω, ω κυρά μου (Βέλθ. 557).
- 13) Που δεν είναι κατάλληλος για τη λατρεία του Θεού (εδώ των Εβραίων)·
- (συνεκδ.) ανίερος:
- επρόσφεραν ομπροστά στον Κύριο 'στιά ξένη (Πεντ. Λευιτ. X 1).
- (συνεκδ.) ανίερος:
- 14)
- α) Παράδοξος, παράξενος:
- όνειρον ξένον είδα (Κρασοπ. L 67· Βυζ. Ιλιάδ. 3)·
- β) περίεργος, ασυνήθιστος:
- τις η ξένη σου μορφή και στολισμός όν φέρεις (Βίος Αλ. 3400)·
- τι ξένον και παράδοξον λόγον να στιχοπλέξω …; (Θρ. Κων/π. διάλ. 3).
- α) Παράδοξος, παράξενος:
- 15)
- α) Που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό:
- λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον (Διγ. Gr. 2647)·
- θαύμα ξένον (Βίος Αλ. 5200)·
- β) που προκαλεί δέος:
- ω μυστηρίου ξένου, ο … Θεός … εις γην κατήλθεν σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου (Αλφ. καταν. 116)·
- γ) που προκαλεί απορία· δυσνόητος:
- αν εκατεφρονήθην, τίποτ’ ουκ ένι θαυμαστόν, τίποτ’ ουκ ένι ξένον (Σπαν. P 283· Γλυκά, Αναγ. 2).
- α) Που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό:
- 16) Που προκαλεί έκπληξη και φόβο:
- (Καλλίμ. 326)·
- ήλθον στο λησταρχείον ένδοθεν το φοβερόν και ξένον (Διγ. Z 1571).
- 17) Φρικτός, φοβερός:
- ξένον θέαμα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 432).
- 18) Πρωτάκουστος, ασυνήθιστος:
- θαύμασμα … ξένον (Ιμπ. (Legr.) 114).
- 19) Ανάρμοστος:
- (Δούκ. 3239).
- 20) Που προκαλεί θαυμασμό εξαιτίας της ασυνήθιστης ομορφιάς του, πολύ ωραίος
-
- α1) (για πρόσωπο):
- είχε (ενν. η Ελένη) … την ηλικίαν ξένην (Ερμον. B 198)·
- α2) (για κινήσεις) πολύ κομψός, χαριτωμένος:
- τας των χειρών διαστροφάς, γυρίσματά τε ξένα (Διγ. Z 4076)·
- α1) (για πρόσωπο):
- β) (για τόπο):
- άλσος ξένον (Διγ. Gr. 3152)·
- γ) (γενικ. για πράγματα, κ.ά.):
- λεπτόν χιτώνα ξένον (Καλλίμ. 643)·
- άνθη πάμπλουμα, ξένα επταπλασίως (Αχιλλ. O 478)·
- τερπνήν και ξένην ευωδίαν (Διγ. Z 3777).
-
- 21) (Για συναισθήματα) υπέρμετρος, υπερβολικός:
- ο πόθος φλέγει σε και η αγάπη η ξένη (Διγ. Gr. 1401· Καλλίμ. 1970).
- 22)
- α) Δυστυχής, ταλαίπωρος:
- Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! (Μαχ. 58819)·
- κλαίγασιν (ενν. τα παιδιά), … γιατ’ ήτονε τα ξένα χωρίς την μάνναν (Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13725)·
- (με το επίθ. μοναχός):
- (Συναδ. φ. 66v)·
- τόσα βάσανα της Κρήτης της καημένης, της ξένης και της μοναχής (Διακρούσ. 11111)·
- β) (στο ουδ. για να δηλωθεί ή να προκληθεί συμπάθεια):
- Ξένον είμαι και θλιμμένον (Ch. pop. 138)·
- (στον πληθ.):
- (Φορτουν. Δ́ 594).
- α) Δυστυχής, ταλαίπωρος:
- 23) Μόνος, έρημος:
- πάγω με τον καημό τση στη γη, γιατί την αφήνω πολλά ξένη και μοναχή (Διαθ. 17. αι. 683)·
- (συνεκδ.):
- Ας κλάψου όλα τα νησά, … γιατί δεν είστε μετά με (ενν. την Κρήτη), μα ξένα σας αφήνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5668).
- 24)
- α) Άγνωστος:
- μη πάρω (ενν. άνδρα) ξένον … και ουκ έναι της καρδιάς μου (Ιμπ. 314)·
- εις τόπον κατηντήσαμεν ανέλπιστον και ξένον (Καλλίμ. 978)·
- β) (συνεκδ. για οδό) που οδηγεί σε ξένες, άγνωστες χώρες:
- (Βέλθ. 41).
- α) Άγνωστος:
- 25) Που ανήκει στον εχθρό, εχθρικός:
- μηδέ το λόγιαζεν (ενν. ο Μιχαήλ) να βρει ’ς Βλαχιάν φουσσάτα ξένα που να τον καρτερούν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1034)·
- (σε σχ. υπαλλαγής):
- Ω Κρήτη, … εδουλώθης άθλια μέσα σε χέρια ξένα; (Διακρούσ. 11316).
- 26) (Προκ. για στρατό) μισθοφορικός:
- ήλθε (ενν. ο Φράντσας) μ’ αμέτρητον στρατόν, ίδιόν του και ξένον (Κορων., Μπούας 42).
- 27) (Προκ. για τα μαλλιά) που δεν είναι φυσικά:
- πλέκουν τες πλεξούδες των με τα μαλλία τα ξένα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 716).
- 28) (Στον υπερθ.) πολύ μακρινός:
- ξενοτάτους τόπους (Φλώρ. 905).
- 29) (Σε ιδιάζ. χρ.) που έχει αλλάξει, που εμφανίζει χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που είχε:
- θεωρεί εκείνο το ζαφείρι μαύρον, …, ξένον από την φύσιν (Φλώρ. 494).
- 30) Που δεν έχει συνείδηση ή συναίσθηση ή αισθήματα (ως σύνολο):
- (Βέλθ. 429).
- 31) (Τριτοπρόσ.) φρ. ξένον υπάρχει (με επόμ. δοτ. προσώπου) = δε συνηθίζεται από …:
- ξένον μοναχοίς υπάρχει του να γράφουσι … μυθικά (Πτωχολ. α 24).
- 1)
- Β́ Ως ουσ.
- 1)
- α) Αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο ή κατοικεί σε ξένο τόπο:
- (Λίβ. P 2042, Ερωτόκρ. Έ 308)·
- Έχει τους ξένους αδελφούς, τους αλλοτρίους φίλους (Ιμπ. 250)·
- β) (περιληπτ.):
- (Πεντ. Έξ. XII 19)·
- γ) (σε μεταφ. για να δηλωθεί η σχέση του ανθρώπου με τον επίγειο κόσμο):
- Ξένοι κι εμείς πως είμεστεν δεν ξεύρεις και διαβάτες … εδώ στην κοσμικήν ζωήν (Φαλιέρ., Ρίμ. 95)·
- δ) (ως κλητ. προσφών.):
- (Φλώρ. 1282, Λόγ. παρηγ. L 71)·
- (σε ονομ.):
- (Λόγ. παρηγ. L 271).
- α) Αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο ή κατοικεί σε ξένο τόπο:
- 2)
- α) (Ως αντικείμενο της χριστιανικής φιλανθρωπίας συν. με το επίθ. πτωχός):
- τους ξένους πάντα σύντρεχε και τους πτωχούς ελέα (Περί ξεν. 451)·
- β) (στο ουδ. για να δηλωθεί συμπάθεια):
- ξένα, πτωχά και αμάλωτα (Πικατ. 235).
- α) (Ως αντικείμενο της χριστιανικής φιλανθρωπίας συν. με το επίθ. πτωχός):
- 3)
- α) Αυτός που έχει ξενιτευθεί ή που επιστρέφει από την ξενιτειά:
- (Περί ξεν. 5, Διγ. A 1224)·
- (με επόμ. την πρόθ. εκ + αιτιατ.):
- Άγουρος μυριόθλιβος, ξένος εκ τα δικά του (Λίβ. Sc. 2647)·
- β) (μεταφ. προκ. γι’ αυτόν που αποξενώνεται από το Θεό):
- (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 33).
- α) Αυτός που έχει ξενιτευθεί ή που επιστρέφει από την ξενιτειά:
- 4) Εξόριστος, πρόσφυγας:
- ξένοι θε να γενούσινε … γιατί κι από τα σπίτια ντως μέλλει να τουσε βγάλει (ενν. ο Τούρκος) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17715).
- 5) Αυτός που δεν έχει δεσμό συγγένειας ή φιλίας με κάπ.:
- Προτίμ’ αγάπην συγγενών παρά των ξένων (Κομν., Διδασκ. Δ 192).
- 6) (Προκ. για πρόσωπο τρίτο σε αντιδιαστολή με τον εαυτό μας):
- Ιδές καν έφαγες, υιέ, ξένου τινός τι πράγμα (Σπαν. A 638· Ασσίζ. 7313).
- 7) Πολίτης, υπήκοος άλλης χώρας:
- (Μαχ. 6443).
- 8)
- α) Προσήλυτος·
- (περιληπτ.):
- να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσκα του Κύριου (Πεντ. Έξ. XII 48)·
- (περιληπτ.):
- β) αλλοεθνής:
- παν ξένος να μη φάει άγιο (Πεντ. Λευιτ. XXII 10).
- α) Προσήλυτος·
- 9) (Στο θηλ.) ξενιτειά (σε γεν. με τις προθ. από και εις):
- ξένος από ξένης (Ριμ. Βελ. ρ 924)·
- παρηγορήσετέ με τον ξένον εις ξένης (Συναδ. φ. 67r).
- 10) Στο ουδ.
- α) το ασυνήθιστο, το ιδιότροπο:
- το ξένον γαρ του χρώματος, … έθελγε τάχα τούτους (Γλυκά, Αναγ. 180)·
- β) το παράδοξο, το δυσεξήγητο:
- προσέχων του γρύψου την κατασκευήν και του νερού το ξένον (Βέλθ. 308)·
- γ) (στον πληθ. ως σύστ. αντικ.) πράγματα αξιοθαύμαστα, που προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο:
- ξένα προσθεωρούντες, τρόμῳ κατεξεπλήττοντο (Βίος Αλ. 461)·
- δ) η ασυνήθιστη ομορφιά:
- των φυτών το ξένον (Καλλίμ. 297).
- α) το ασυνήθιστο, το ιδιότροπο:
- 11) (Στον πληθ. ουδ.)
- α) ξένη περιουσία:
- επιθυμά (ενν. ο ζαριστής) … με ξένα να πλουτήσει (Σαχλ. N 121)·
- β) ξένες υποθέσεις:
- ο καθείς στα ίδιά του πρέπει να πράττει, …, τα ξένα να μην βλέπει (Αιτωλ., Μύθ. 9510).
- α) ξένη περιουσία:
- 1)
- Φρ.
- 1) Γίνομαι ξένος =
- (α) (με γεν. ή με επόμ. τις προθ. από, εκ + αιτιατ.) απομακρύνομαι:
- (Λίβ. Esc. 542, Λόγ. παρηγ. L 465, Λόγ. παρηγ. O 479)·
- (β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) αποξενώνομαι:
- ξένοι εγινήκαμεν από τοιαύτα κάλλη (Διακρούσ. 1161)·
- (γ) (στο συγκρ.· προκ. για την πατρίδα):
- η γλυκεία μας πατρίς γίνεται ξενοτέρα (Ριμ. Βελ. ρ 336).
- 2) Γίνομαι ξένος εκ τον λογισμόν = «τα χάνω», σαστίζω:
- (Φλώρ. 1551).
- 3) Κάνω ξένον εκ … = αποξενώνω κάπ. από κ., τον κάνω να το απαρνηθεί:
- Εμέναν εβουλήθηκες ξένον εσύ να κάμεις εκ τους θεούς τούς σέβομαι (Χούμνου, Κοσμογ. 841).
- 4) Ποιώ ξένον εκ, από … = απομακρύνω, στερώ κάπ. από ό,τι του ανήκει ή ό,τι αγαπά:
- (Λόγ. παρηγ. L 598).
[αρχ. επίθ. και ουσ. ξένος. Η λ. και σήμ.]
- Ά Ως επίθ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξένος -η -ο [ksénos] Ε3 : 1.που δεν είναι δικός μου, που δε μου ανήκει: Mην πειράξεις τα ξένα πράγματα. Δικό σου είναι το σκυλί; - Όχι, ξένο. Έχτισε παράνομα σε ξένο οικόπεδο. Mένω σε ξένο σπίτι, με ενοίκιο. ΠAΡ Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. 2α. που δεν είναι πολίτης της χώρας στην οποία βρίσκεται: Οι ξένοι εργάτες της Γερμανίας. || (ως ουσ.) ο ξένος, θηλ. ξένη: Tο καλοκαίρι τα νησιά μας κατακλύζονται από ξένους. Παντρεύτηκε μια ξένη. Ειδική υπηρεσία για την εξυπηρέτηση των ξένων. H Λεγεώνα των Ξένων, γαλλικό μισθοφορικό σώμα που έδρασε στις αποικίες. τα ξένα, η ξενιτιά: Λείπει στα ξένα. Έφυγε για τα ξένα. β. που κατάγεται ή που προέρχεται από άλλη χώρα: Ξένα προϊόντα. Ξένα ήθη και έθιμα. Ξένο συνάλλαγμα. Ξένες γλώσσες. Ξένη εμπορική αποστολή. (έκφρ.) το ξένο χώμα* / τα ξένα χώματα. || Οι ξένες δυνάμεις. Οι ξένες κυβερνήσεις. Ο ~ τύπος. 3α. που δε μου είναι οικείος, που μου είναι άγνωστος ή που δεν έχει σχέση μ΄ εμένα: Προβλήματα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα. Είναι ~ προς την υπόθεση. Aισθάνθηκα ~ ανάμεσά τους. || (ως ουσ.): Kαταντήσαμε πια δυο ξένοι. α1. για κπ. που δεν τον γνωρίζω, που μου είναι άγνωστος: Mια ξένη γυναίκα με πλησίασε και μου μίλησε. Nα μη μιλάς με ξένους (ανθρώπους). || για κπ. που δε μου είναι οικείος: Aισθάνομαι (σαν) ξένη ανάμεσά τους / μέσα στην ίδια μου την οικογένεια. || ξένο σώμα*. α2. που είναι άσχετος, που δεν έχει σχέση με κτ. ή με κπ.: Εγώ είμαι ~ με / προς αυτή την υπόθεση. Προβλήματα ξένα για / προς την ελληνική πραγματικότητα. H υποκρισία είναι εντελώς ξένη προς το χαρακτήρα μου. || Aυτή η τεχνική μού είναι ξένη. β. που δεν ανήκει στην κοινωνική ομάδα, στην οικογένεια κτλ. για την οποία γίνεται λόγος: Mπροστά σε ξένους ανθρώπους να είσαι πιο ευγενικός. || (ως ουσ.): Θα έχουμε ξένους απόψε στο σπίτι, καλεσμένους, επισκέπτες.
[αρχ. ξένος `φιλοξενούμενος, ξένος, παράξενος΄ (τα ξένα: μσν. τα ξένα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. (ενν. μέρη, χώματα))]