Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξένοιαστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξένοιαστος, επίθ.· αξέγνοιαστος· αξένοιαστος· εξέγνοιαστος· ξέγνοιαστος.
  • Που δεν έχει φροντίδες ή ανησυχία για κ., ξένοιαστος, αμέριμνος:
    • (Χρον. σουλτ. 4432), (Αλεξ. 2054
    • εκάθονταν αξέγνοιαστοι με δίχως φόβον πλήσον (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2417).

[<ξενοιάζω ‑ομαι. Η λ. και ο τ. ξέγν‑ και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξένοιαστος -η -ο [ksénastos] & ξέγνοιαστος -η -ο [kséγnastos] Ε5 : που δεν έχει έγνοιες και φροντίδες, αμέριμνος: Ξένοιαστη ζωή. Zει ~ και ευτυχισμένος. ξένοιαστα & ξέγνοιαστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ το καλοκαίρι.

[μσν. ξένοιαστος < ξενοιασ- (ξενοιάζω) -τος· μσν. ξέγνοιαστος < ξεγνοιασ- (ξεγνοιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες