Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένα τα.
-
- 1) Ξένη χώρα, ξενιτειά:
- ήρθεν ο Ρωτόκριτος, οπού 'τον εις τα ξένα (Ερωτόκρ. Ά 1782).
- 2) Τόπος απομακρυσμένος:
- στην ερημιά, στα ξένα (Ευγέν. 910).
[ουδ. πληθ. του επιθ. ξένος ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξένη χώρα, ξενιτειά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενάγηση η [ksenájisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεναγώ· το έργο του ξεναγού: Θα γίνει ~ στο Aρχαιολογικό Mουσείο. H ~ ήταν πο λύ ενδιαφέρουσα.
[λόγ. ξεναγη- (ξεναγώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ξενάγησις `στρατολόγηση΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεναγίζω.
-
- Φιλοξενώ, περιποιούμαι ξένους:
- καλόγηρος … ευπρόσδεκτος, τους πάντας ξεναγίζει (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 38).
[<αόρ. του αρχ. και νεοελλ. ξεναγώ]
- Φιλοξενώ, περιποιούμαι ξένους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεναγός ο [ksenaγós] Ο17 θηλ. ξεναγός [ksenaγós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την ξενάγηση ή αυτός που αναλαμβάνει να ξεναγήσει κπ.: Σχολή ξεναγών. Kάνω τον ξεναγό. Εκτελώ χρέη ξεναγού.
[λόγ. < ελνστ. ξεναγός, αρχ. σημ.: `διοικητής μισθοφόρων΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεναγώ [ksenaγó] -ούμαι Ρ10.9 : οδηγώ τους επισκέπτες ενός τόπου, δίνο ντάς τους κάθε είδους σχετικές με αυτόν πληροφορίες, ιστορικές, αρχαιολογικές κτλ.: Mας ξενάγησαν / ξεναγηθήκαμε σε μουσεία / στις Mυκήνες / στα αξιοθέατα της πόλης.
[λόγ. < αρχ. ξεναγῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεναγωγώ.
-
- Ξεναγώ·
- (εδώ) (καθ)οδηγώ, βοηθώ κάπ. να βρει το δρόμο:
- οι δε θηραταί υπό της … φωνής (ενν. των νεοσσών) ξεναγωγούμενοι πλησίον αφικνούνται (Ιερακοσ. 33719).
- (εδώ) (καθ)οδηγώ, βοηθώ κάπ. να βρει το δρόμο:
[<επίθ. ξεναγωγός. Η λ. τον 4. αι. και στον Ησύχ.]
- Ξεναγώ·
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενάκουστος, επίθ.
-
- Παράξενος στην ακοή, ασυνήθιστος, παράδοξος:
- Ο συγγραφεύς αλλότριος, ξενάκουστον το πράγμαν (Λόγ. παρηγ. L 750 (έκδ. ‑ιστόν)).
[<μτγν. επίθ. ξενήκουστος. Η λ. το 12.-13. αι.]
- Παράξενος στην ακοή, ασυνήθιστος, παράδοξος: